ἡμίφωνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή αποτελεί μισή [[φωνή]], που εκφωνείται [[κατά]] το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο [[χαμηλόφωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημίφωνο</i><br />α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ<br />β) <b>(φωνολ.)</b> [[φώνημα]] που διαθέτει και φωνηεντικά και συμφωνικά αλλόφωνα, [[δηλαδή]] που εμφανίζεται, αναλόγως περιβάλλοντος, [[άλλοτε]] ως [[φωνήεν]] και [[άλλοτε]] ως [[σύμφωνο]] (π.χ. [[παιδί]]: παιδιού)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ημίφωνος]] [[φθόγγος]]» — το ημίφωνο<br /><b>αρχ.</b><br />μισοειπωμένος, που δεν πρόφθασε να λεχθεί [[ολόκληρος]] («ἡμίφωνον καταλέλοιπε λέξιν», Αρισταίν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημιφώνως</i><br />με ημίφωνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, [[κακό]]-<i>φωνος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή αποτελεί μισή [[φωνή]], που εκφωνείται [[κατά]] το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο [[χαμηλόφωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημίφωνο</i><br />α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ<br />β) <b>(φωνολ.)</b> [[φώνημα]] που διαθέτει και φωνηεντικά και συμφωνικά αλλόφωνα, [[δηλαδή]] που εμφανίζεται, αναλόγως περιβάλλοντος, [[άλλοτε]] ως [[φωνήεν]] και [[άλλοτε]] ως [[σύμφωνο]] (π.χ. [[παιδί]]: παιδιού)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ημίφωνος]] [[φθόγγος]]» — το ημίφωνο<br /><b>αρχ.</b><br />μισοειπωμένος, που δεν πρόφθασε να λεχθεί [[ολόκληρος]] («ἡμίφωνον καταλέλοιπε λέξιν», Αρισταίν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημιφώνως</i><br />με ημίφωνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, [[κακό]]-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίφωνος Medium diacritics: ἡμίφωνος Low diacritics: ημίφωνος Capitals: ΗΜΙΦΩΝΟΣ
Transliteration A: hēmíphōnos Transliteration B: hēmiphōnos Transliteration C: imifonos Beta Code: h(mi/fwnos

English (LSJ)

ον, A half-pronounced, λέξις Aristaenet.1.10. 2 Subst. ἡμίφωνον, τό, a semi-vowel, as ρ ς, Arist.Po.1456b27, Phld.Po.2.16, D.H.Comp.14, D.T.631.16, etc. II half able to speak, Gal.UP6.3; half-vocal, of certain signs of the Zodiac, Cat.Cod.Astr.1.166, Vett.Val.5.24:—hence ἡμι-φωνία, ἡ, Steph.in Hp.1.184D.

German (Pape)

[Seite 1171] halbtönend, Halbvocal (σ, ρ), Arist. poet. 20; B. A. 631; – λέξις, halb ausgesprochen, Aristaen. 1, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφωνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ προφερόμενος, Ἀρισταίν. 1. 10· - ἡμίφωνον, τό, τὸ ἡμίσειαν φωνὴν ἔχον, «ἔστι δὲ φωνῆεν μὲν ἄνευ προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, οἷον τὸ α καὶ τὸ ω, ἡμίφωνον δὲ τὸ μετὰ προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, οἷον τὸ σ καὶ τὸ ρ» Ἀριστ. Ποιητ. 20, 3· -φωνία Ἀν. Ὀξ. 3. 87 πρβλ. φωνήεις.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίφωνος, -ον)
1. αυτός που έχει ή αποτελεί μισή φωνή, που εκφωνείται κατά το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο χαμηλόφωνος
2. το ουδ. ως ουσ. το ημίφωνο
α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ
β) (φωνολ.) φώνημα που διαθέτει και φωνηεντικά και συμφωνικά αλλόφωνα, δηλαδή που εμφανίζεται, αναλόγως περιβάλλοντος, άλλοτε ως φωνήεν και άλλοτε ως σύμφωνο (π.χ. παιδί: παιδιού)
3. φρ. «ημίφωνος φθόγγος» — το ημίφωνο
αρχ.
μισοειπωμένος, που δεν πρόφθασε να λεχθεί ολόκληρος («ἡμίφωνον καταλέλοιπε λέξιν», Αρισταίν.).
επίρρ...
ημιφώνως
με ημίφωνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ά-φωνος, κακό-φωνος].