ὠμόφρων: Difference between revisions
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωμό [[φρόνημα]], σκληρή [[ψυχή]], [[άσπλαχνος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που διακρίνεται για τη [[μεγάλη]] του [[αντοχή]], [[ανθεκτικός]] («[[ὠμόφρων]] [[σίδαρος]]», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠμοφρόνως</i> Α<br />με [[ωμότητα]] φρονήματος, με [[σκληρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), | |mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωμό [[φρόνημα]], σκληρή [[ψυχή]], [[άσπλαχνος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που διακρίνεται για τη [[μεγάλη]] του [[αντοχή]], [[ανθεκτικός]] («[[ὠμόφρων]] [[σίδαρος]]», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠμοφρόνως</i> Α<br />με [[ωμότητα]] φρονήματος, με [[σκληρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:16, 23 August 2021
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) A savage-minded, λύκος A.Ch.421 (lyr.); of persons, S.Aj.930 (lyr.), Tr.975 (anap.), Ph.194 (anap.), E.El. 27, LXX 4 Ma.9.15, etc.: metaph., ὠ. σίδαρος A.Th.730 (lyr.). Adv. ὠμοφρόνως Id.Pers.911 (anap.), cj. in J.Vit.35.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων ἄγριον φρόνημα, σκληρός, ὠμός, ὡς τὸ ὠμόθυμος· λύκος Αἰσχύλ. Χο. 421· ἐπὶ ἀνθρώπων, Σοφ. Αἴ. 931, Τρ. 975, Φιλ. 194, Εὐρ. Ἠλ. κτλ.· μεταφορ., ὠ. σίδαρος Αἰσχύλ. Θήβ. 730. Ἐπίρρ. ὠμοφρόνως, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 911.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
au cœur dur, cruel, inhumain.
Étymologie: ὠμός, φρήν.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος
2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικός («ὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.).
επίρρ...
ὠμοφρόνως Α
με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
ὠμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει σκληρό φρόνημα, σκληρός, βίαιος, ωμός, σε Τραγ.· επίρρ. ὠμοφρόνως, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὠμόφρων: 2, gen. ονος дикий, суровый, жестокий, неумолимый (λύκος, σίδαρος Aesch.; πατήρ Soph.; μήτηρ = Κλυταιμνήστρα Eur.).
Middle Liddell
ὠμό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
savage-minded, savage, Trag. adv. ὠμοφρόνως, Aesch.