λινουργός: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[λινουργός]], -όν)<br />αυτός που κατεργάζεται το [[λίνο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[λινουργός]]<br />α) [[υφάντης]] λινών<br />β) [[είδος]] χήνας<br />γ) [[είδος]] λίθου<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ λινουργοί</i><br />[[ονομασία]] που διδόταν στους εργαζομένους, στους ακτήμονες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. <i>δημι</i>-<i>ουργός</i>, <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=-ό (Α [[λινουργός]], -όν)<br />αυτός που κατεργάζεται το [[λίνο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[λινουργός]]<br />α) [[υφάντης]] λινών<br />β) [[είδος]] χήνας<br />γ) [[είδος]] λίθου<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ λινουργοί</i><br />[[ονομασία]] που διδόταν στους εργαζομένους, στους ακτήμονες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[δημιουργός]], [[ξυλουργός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:51, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνουργός Medium diacritics: λινουργός Low diacritics: λινουργός Capitals: ΛΙΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: linourgós Transliteration B: linourgos Transliteration C: linourgos Beta Code: linourgo/s

English (LSJ)

όν, A working flax, spinning or weaving, γυνή Alex.35. II as Subst. λ., ὁ, linen-weaver, PMagd. 36.2 (iii B.C.), Str.3.4.9, PRyl.397.2 (iii A. D.), Cat.Cod.Astr.8(4).137; συντεχνία λ. IGRom.3.896 (Anazarba). 2 a kind of goose, Dionys.Av.3.23. 3 a kind of stone, Ps.-Plu.Fluv.22.3. 4 λινουργοί, οἱ, name given to the proletariate, D.Chr.34.21.

German (Pape)

[Seite 50] Flachs bearbeitend, Leinwand webend; γυνή, Alexis bei Poll. 7, 72; Strab. III, 160.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸ λινάρι, κλώθων ἢ ὑφαίνων ἐξ αὐτοῦ, γυνὴ Ἄλεξ. ἐν «Βωμῷ» 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λινουργός, ὁ, ὑφάντης, Στράβ. 162. 2) εἶδος χηνός, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 23. 3) εἶδος λίθου, Πλούτ. 2. 1162.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 cordier ou tisserand;
2 sorte de pierre;
3 οἱ λινουργοί sorte d’oie.
Étymologie: λίνον, ἔργον.

Greek Monolingual

-ό (Α λινουργός, -όν)
αυτός που κατεργάζεται το λίνο
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.λινουργός
α) υφάντης λινών
β) είδος χήνας
γ) είδος λίθου
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ λινουργοί
ονομασία που διδόταν στους εργαζομένους, στους ακτήμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, ξυλουργός].

Greek Monotonic

λῐνουργός: ὁ (ἔργω), αυτός που υφαίνει το λινάρι, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνουργός: ὁ досл. канатчик или ткач (выделывающий льняные ткани), перен. линург (род минерала) Plut.

Middle Liddell

λῐν-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a weaver, Strab.