μακρόπορος: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μακρόπορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πορεύεται ή ταξιδεύει [[μακριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με μακρινή [[οδοιπορία]]<br /><b>3.</b> αυτός που συμπληρώνει [[τροχιά]] σε μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]]: ([[πρβλ]]. <i>λοξό</i>-<i>πορος</i>, <i>στενό</i>-<i>πορος</i>)].
|mltxt=[[μακρόπορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πορεύεται ή ταξιδεύει [[μακριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με μακρινή [[οδοιπορία]]<br /><b>3.</b> αυτός που συμπληρώνει [[τροχιά]] σε μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]]: ([[πρβλ]]. [[λοξόπορος]], [[στενόπορος]])].
}}
}}

Revision as of 19:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόπορος Medium diacritics: μακρόπορος Low diacritics: μακρόπορος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: makróporos Transliteration B: makroporos Transliteration C: makroporos Beta Code: makro/poros

English (LSJ)

ον, A travelling far, in Comp. -ώτερος, Procl.in Prm.p.472 S.; completing an orbit in longer time, Id.Hyp.1.24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un long trajet, long.
Étymologie: μακρός, πόρος.

Greek Monolingual

μακρόπορος, -ον (Α)
1. αυτός που πορεύεται ή ταξιδεύει μακριά
2. αυτός που γίνεται με μακρινή οδοιπορία
3. αυτός που συμπληρώνει τροχιά σε μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πόρος: (πρβλ. λοξόπορος, στενόπορος)].