θηροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηροφόνος]], -ον και -ος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει άγρια ζώα<br /><b>2.</b> επίθ. της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θηροφόνον</i><br />(διάφ. γρ. του [[θηλυφόνον]])<br />αυτό που φονεύει [[αμέσως]] τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες [[φυτό]] με [[μεγάλη]] [[τοξικότητα]], κν. στριγγλοβοτανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]]), [[πρβλ]]. <i>λεοντο</i>-[[φόνος]], <i>φασσο</i>-[[φόνος]].
|mltxt=[[θηροφόνος]], -ον και -ος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει άγρια ζώα<br /><b>2.</b> επίθ. της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θηροφόνον</i><br />(διάφ. γρ. του [[θηλυφόνον]])<br />αυτό που φονεύει [[αμέσως]] τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες [[φυτό]] με [[μεγάλη]] [[τοξικότητα]], κν. στριγγλοβοτανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]]), [[πρβλ]]. [[λεοντοφόνος]], [[φασσοφόνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:30, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηροφόνος Medium diacritics: θηροφόνος Low diacritics: θηροφόνος Capitals: ΘΗΡΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: thērophónos Transliteration B: thērophonos Transliteration C: thirofonos Beta Code: qhrofo/nos

English (LSJ)

ον, also η, ον Thgn.11, prob. in Ar.Th.320:—A killing wild beasts, epithet of Artemis, Thgn. l.c., Ar. l.c.; θεά E.HF378 (lyr.); of Apollo, AP9.525.9; θεός, i.e. Hadrian, Pancrat.Oxy.1085.31; κύνες E.Hipp.216 (anap.). II θ., τό, v.l. for θηλυφόνον, Dsc.4.76.

German (Pape)

[Seite 1210] bei Theogn. 11 u. Ar. Th. 320 Artemis θηροφόνη, Wild tödtend; κύνες Eur. Hipp. 216, wie Diod. 7 (VI, 348); χεῖρες Archi. 27 (Plan. 94); Artemis Eur. Herc. Fur. 378.

Greek (Liddell-Scott)

θηροφόνος: -ον, ὡσαύτως, -η, -ον, Θέογν. 11· - ὁ φονεύων ἄγρια ζῷα, ἔνθ’ ἀνωτ.· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 216· Ἄρτεμις ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 378, Ἀριστοφ. Θεσμ. 320· Ἀπόλλων Ἀνθ. Π. 9. 525, 8. ΙΙ. θηροφόνον, τό, τὸ φονεῦον τὰ θηρία, ἀκόνιτον, Διοσκ. 4. 77.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
qui tue les bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

θηροφόνος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει άγρια ζώα
2. επίθ. της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηροφόνον
(διάφ. γρ. του θηλυφόνον)
αυτό που φονεύει αμέσως τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη τοξικότητα, κν. στριγγλοβοτανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -φόνος (< θείνω), πρβλ. λεοντοφόνος, φασσοφόνος.

Greek Monotonic

θηροφόνος: -ον και -η, -ον, αυτός που φονεύει άγρια ζώα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θηροφόνος: 2, редко 3 убивающий диких животных (Ἄρτεμις Eur.; κύνες Eur., Anth.).

Middle Liddell

θηρο-φόνος, ον
killing wild beasts, Eur.