κομπαστής: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[κομπάστρια]] (Α [[κομπαστής]]) [[κομπάζω]]<br />αυτός που κομπάζει, [[αλαζόνας]], [[καυχησιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χτυπά με το [[χέρι]] πήλινο [[δοχείο]] κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του. | |mltxt=ο, [[κομπαστής]], θηλ. [[κομπάστρια]] (Α [[κομπαστής]]) [[κομπάζω]]<br />αυτός που κομπάζει, [[αλαζόνας]], [[καυχησιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χτυπά με το [[χέρι]] πήλινο [[δοχείο]] κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:31, 12 December 2021
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A braggart, boastful, Ph.2.273 (pl.), Plu.Crass.16, Sch.Ar.Ach.595 in POxy. 856.56.
II one who rings wine-jars to test their soundness (cf. κομπάζω ΙΙ), PSI8.953.3 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1479] ὁ, der Großsprecher, Prahler, Plut. Crass. 16 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κομπαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κομπάζων, ἀλαζών, Πλουτ. Κράσσ. 16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
vantard, fanfaron.
Étymologie: κομπάζω.
Greek Monolingual
ο, κομπαστής, θηλ. κομπάστρια (Α κομπαστής) κομπάζω
αυτός που κομπάζει, αλαζόνας, καυχησιάρης
αρχ.
αυτός που χτυπά με το χέρι πήλινο δοχείο κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του.
Greek Monotonic
κομπαστής: -οῦ, ὁ (κομπάζω), κομπορρήμων, καυχησιάρης, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κομπαστής -οῦ, ὁ [κομπάζω] opschepper.
Russian (Dvoretsky)
κομπαστής: οῦ ὁ хвастун Plut.