ἐπίδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epidesmos
|Transliteration C=epidesmos
|Beta Code=e)pi/desmos
|Beta Code=e)pi/desmos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[upper]] or [[outer]] [[bandage]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>9</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1440</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>630a6</span>, <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>96.19</span>: metaph., of [[fortress]]es as the '[[fetter]]s' of [[Greece]], <span class="bibl">Str.9.4.15</span>: heterocl. pl. ἐπίδεσμα <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>8.9</span>:—also [[ἐπίδεσμον]], τό, Gal.13.686.</span>
|Definition=ὁ, [[upper]] or [[outer]] [[bandage]], Hp.Off.9, Ar.V.1440, Arist.HA630a6, Ph. Bel.96.19: metaph., of [[fortress]]es as the '[[fetter]]s' of [[Greece]], Str.9.4.15: heterocl. pl. [[ἐπίδεσμα]] Ael.NA8.9:—also [[ἐπίδεσμον]], τό, Gal.13.686.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:19, 15 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίδεσμος Medium diacritics: ἐπίδεσμος Low diacritics: επίδεσμος Capitals: ΕΠΙΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: epídesmos Transliteration B: epidesmos Transliteration C: epidesmos Beta Code: e)pi/desmos

English (LSJ)

ὁ, upper or outer bandage, Hp.Off.9, Ar.V.1440, Arist.HA630a6, Ph. Bel.96.19: metaph., of fortresses as the 'fetters' of Greece, Str.9.4.15: heterocl. pl. ἐπίδεσμα Ael.NA8.9:—also ἐπίδεσμον, τό, Gal.13.686.

German (Pape)

[Seite 936] ὁ, der Verband, die Bandage, Ar. Vesp. 1440; Arist. H. A. 9, 44; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδεσμος: ὁ, ἐξωτερικὸς ἐπίδεσμος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1440· ἑτερόκλ. πληθ. ἐπίδεσμα, τά, Αἰλ. π. Ζ. 8. 9:- ὡσαύτως, ἐπίδεσμον, τό, Γαλην.· ἐπίδεσμα, τό, Ἱππ. (ἴδε ἐν λ.), ὅρα Λοβ. Φρύν. 292, καὶ σημείωσιν εἰς Θωμ. Μάγ. σ. 502.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ligament, bandelette pour pansement.
Étymologie: ἐπί, δεσμός.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπίδεσμος)
ταινία αποστειρωμένου ή απολυμασμένου υφάσματος με την οποία δένεται τραύμα, πληγή ή πάσχον μέλος του σώματος
νεοελλ.
1. ένωση δύο ή περισσότερων ναυτικών σχοινιών με ένα λεπτό σχοινί
2. φρ. «γύψινος επίδεσμος» — επίδεσμος και βρεγμένος γύψος —ο οποίος σκληραίνει μετά την τοποθέτηση— για να συγκρατηθεί και να ακινητοποιηθεί μέλος του σώματος για ορισμένο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεσμός (< δέω «δένω»)].

Greek Monotonic

ἐπίδεσμος: ὁ, ανώτερος ή εξωτερικός επίδεσμος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίδεσμος:
1) повязка, бинт Arph., Arst., Plut.;
2) перевязывание Plut.

Middle Liddell

ἐπί-δεσμος, ὁ,
an upper or outer bandage, Ar.