ἄσπαρτος: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - " Cristo " to " Cristo ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[sin cuerdas]] ἄ. χαμεύνη Did.<i>CP</i> 14.30a.<br />-ον<br /><b class="num">1</b> [[no sembrado]] de la tierra [[inculto]] de la isla de los Cíclopes ἀ. καὶ [[ἀνήροτος]] <i>Od</i>.9.123, γαῖα <i>Orac.Sib</i>.3.6.47<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄσπαρτον [[la (tierra) no sembrada]] Plot.2.4.16<br /><b class="num">•</b>ἡ ἄ. [[la (región) no sembrada]], e.d. [[el mar]] Lib.<i>Eth</i>.24.4<br /><b class="num">•</b>de plantas [[silvestre]] πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ' ἄμπελοι <i>Od</i>.9.109, cf. Numen.Her.<i>SHell</i>.582.<br /><b class="num">2</b> en lit. crist. del nacimiento de Cristo [[que no procede de fecundación]] τὰς ἀσπάρτους δὲ καὶ ἀλοχεύτους ... ὠδῖνας Thdt.<i>Qu.in De</i>.42<br /><b class="num">•</b>fig. de pueblos [[carente de siembra]] e.d. [[no evangelizado]] ἀνήροτον μὲν καὶ ἄσπαρτον τῶν Γαλατῶν τὸ γένος Thdt.M.82.460B.
|dgtxt=-ον [[sin cuerdas]] ἄ. χαμεύνη Did.<i>CP</i> 14.30a.<br />-ον<br /><b class="num">1</b> [[no sembrado]] de la tierra [[inculto]] de la isla de los Cíclopes ἀ. καὶ [[ἀνήροτος]] <i>Od</i>.9.123, γαῖα <i>Orac.Sib</i>.3.6.47<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄσπαρτον [[la (tierra) no sembrada]] Plot.2.4.16<br /><b class="num">•</b>ἡ ἄ. [[la (región) no sembrada]], e.d. [[el mar]] Lib.<i>Eth</i>.24.4<br /><b class="num">•</b>de plantas [[silvestre]] πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ' ἄμπελοι <i>Od</i>.9.109, cf. Numen.Her.<i>SHell</i>.582.<br /><b class="num">2</b> en lit. crist. del nacimiento de [[Cristo]] [[que no procede de fecundación]] τὰς ἀσπάρτους δὲ καὶ ἀλοχεύτους ... ὠδῖνας Thdt.<i>Qu.in De</i>.42<br /><b class="num">•</b>fig. de pueblos [[carente de siembra]] e.d. [[no evangelizado]] ἀνήροτον μὲν καὶ ἄσπαρτον τῶν Γαλατῶν τὸ γένος Thdt.M.82.460B.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:10, 7 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσπαρτος Medium diacritics: ἄσπαρτος Low diacritics: άσπαρτος Capitals: ΑΣΠΑΡΤΟΣ
Transliteration A: áspartos Transliteration B: aspartos Transliteration C: aspartos Beta Code: a)/spartos

English (LSJ)

ον, of land, A unsown, untilled, Od.9.123; but ἡ ἄσπαρτος the sea, Lib.Eth.24.4. 2 of plants, not sown, growing wild, Od.9.109, Numen. ap. Ath.9.371b.

German (Pape)

[Seite 373] unbesäet, ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος, νῆσος, Od. 9, 123; ungesäet, τά γ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται ibid. 109; Numen. Ath. IX, 371 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non ensemencé;
2 non semé, non planté, qui pousse sans culture.
Étymologie: ἀ, σπαρτός.

English (Autenrieth)

(σπείρω): unsown, Od. 9.109 and 123.

Spanish (DGE)

-ον sin cuerdas ἄ. χαμεύνη Did.CP 14.30a.
-ον
1 no sembrado de la tierra inculto de la isla de los Cíclopes ἀ. καὶ ἀνήροτος Od.9.123, γαῖα Orac.Sib.3.6.47
subst. τὸ ἄσπαρτον la (tierra) no sembrada Plot.2.4.16
ἡ ἄ. la (región) no sembrada, e.d. el mar Lib.Eth.24.4
de plantas silvestre πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ' ἄμπελοι Od.9.109, cf. Numen.Her.SHell.582.
2 en lit. crist. del nacimiento de Cristo que no procede de fecundación τὰς ἀσπάρτους δὲ καὶ ἀλοχεύτους ... ὠδῖνας Thdt.Qu.in De.42
fig. de pueblos carente de siembra e.d. no evangelizado ἀνήροτον μὲν καὶ ἄσπαρτον τῶν Γαλατῶν τὸ γένος Thdt.M.82.460B.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσπαρτος, -ον) σπείρω
(για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε
νεοελλ.
1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια»)
2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, το
το φυτό ερύγγιο το πεδινό, το βοτάνι της αγάπης, το μοσκάγκαθο
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν αναπαράγεται με σπορά, ο αυτοφυής
2. αποδίδεται στην παρθενική γέννηση του Χριστού («τὰς ἀσπάρτους ὠδίνας»)
3. α) ο ακαλλιέργητος, ο βάρβαρος
β) μτφ. αυτός που δεν έχει δεχθεί τον σπόρο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου («ἄσπαρτον γένος»).

Greek Monotonic

ἄσπαρτος: -ον (σπείρω
1. λέγεται για τη γη, άσπαρτος, ακαλλιέργητος, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για φυτά, αυτός που δεν σπέρνεται, αυτός που φυτρώνει μόνος του, αυτοφυής, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσπαρτος:
1) незасеянный, т. е. невозделанный (sc. γῆ Hom.);
2) несеянный, т. е. дикорастущий (sc. φυτά Hom.).

Middle Liddell

σπείρω
1. of land, unsown, untilled, Od.
2. of plants, not sown, growing wild, Od.