βιοτή: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βιοτή''': ἡ, Λατ. vita, = [[βίοτος]], [[βίος]] Ὀδ. Δ. 565, Φωκυλ. 10, Πίνδ. ΙΙ. 4. 503, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιητ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 852, Σοφ. Φ. 690, Εὐρ. Ἀνδ. 786· σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 7. 47, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 27, Λουκ. ΙΙ. μέσα ζωῆς, εἰσόδημα, Σοφ. Φ. 164, 1160, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1452.
|lstext='''βιοτή''': ἡ, Λατ. [[vita]], = [[βίοτος]], [[βίος]] Ὀδ. Δ. 565, Φωκυλ. 10, Πίνδ. ΙΙ. 4. 503, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιητ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 852, Σοφ. Φ. 690, Εὐρ. Ἀνδ. 786· σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 7. 47, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 27, Λουκ. ΙΙ. μέσα ζωῆς, εἰσόδημα, Σοφ. Φ. 164, 1160, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1452.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βιοτή]] -ῆς, ἡ, Dor. βιοτᾱ́ [[βίος]]<br /><b class="num">1.</b> leven.<br /><b class="num">2.</b> levensonderhoud.
|elnltext=[[βιοτή]] -ῆς, ἡ, Dor. βιοτᾱ́ [[βίος]]<br /><b class="num">1.</b> leven.<br /><b class="num">2.</b> levensonderhoud.
}}
}}

Revision as of 10:33, 13 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοτή Medium diacritics: βιοτή Low diacritics: βιοτή Capitals: ΒΙΟΤΗ
Transliteration A: biotḗ Transliteration B: biotē Transliteration C: vioti Beta Code: bioth/

English (LSJ)

ἡ, A = βίοτος, βίος, Od.4.565, Phoc. 10; ἑκατονταετὴς β. Pi.P.4.282: Trag. in lyr., A.Pers.853, S.Ph.690, E.Andr.785; rare in Prose, Hdt. 7.47, Democr. 200, 297, X.Cyr.7.2.27, Acl.NA2.23: metaph. of foods, τὰ ἀσθενέστερα σιτία ὀλιγοχρόνιον β. ἔχει Hp. Epid.6.5.14. II living, sustenance, S.Ph.164,1159, Ar.V.1452 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 446] ἡ (Nebenform von βίοτος, vgl. s. v. βιός), das Leben; Hom. Odyss. 4, 565 τῇ περ ῥηίστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν; v.l. Iliad. 23, 411, wo Antilochos zu seinen Pferden sagt οὐ σφῶιν κομιδὴ παρὰ Νέστορι ἔσσεται, αὐτίκα δ' ὔμμε κατακτενεῖ ὀξέι χαλκῷ, Scholl. Didym. κομιδή: ἔν τισι βιοτή; Pind. Pyth. 4, 282; Aesch. Pers. 839 u. sp. D.; Lebensart, Xen. Cyr. 7, 2, 27 u. Sp.; Lebensunterhalt, Soph. Phil. 1151.

Greek (Liddell-Scott)

βιοτή: ἡ, Λατ. vita, = βίοτος, βίος Ὀδ. Δ. 565, Φωκυλ. 10, Πίνδ. ΙΙ. 4. 503, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιητ., οἷον Αἰσχύλ. Πέρσ. 852, Σοφ. Φ. 690, Εὐρ. Ἀνδ. 786· σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 7. 47, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 27, Λουκ. ΙΙ. μέσα ζωῆς, εἰσόδημα, Σοφ. Φ. 164, 1160, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1452.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 vie;
2 moyens d’existence, particul. aliments.
Étymologie: cf. βίοτος.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά B.5.53, A.Pers.854
I en rel. c. los medios econ.
1 poder nutritivo τὰ ἀσθενέστατα σιτία ὀλιγοχρόνιον βιοτὴν ἔχει los alimentos más ligeros tienen un poder nutritivo de menor duración Hp.Epid.6.5.14 (cf. II 1).
2 medios de vida, sustento δίζεσθαι βιοτήν Phoc.9, cf. A.Fr.168.7, 246b, S.Ph.164, 1159, ἀρκεῖ μετρία β. μοι σώφρονος τραπέζης E.Fr.893, cf. Ar.V.1452, εὑρήμασι πρὸς βιοτάν Philox.Leuc.(b) 5.
3 modo de vida, vida ῥηΐστη β. πέλει ἀνθρώποισιν en el Elisio Od.4.565, B.l.c., βιοῦσιν οὐ τερπόμενοι βιοτῇ de los avaros, Democr.B 200, de un lagarto, Ael.NA 2.23.
II indep. de los medios econ.
1 tiempo de la vida, vida ἑκατονταέτης Pi.P.4.282, cf. Democr.B 297, τέρμα βιοτῆς SEG 29.1003 (Roma III d.C.), τὸ λειπόμενον βιοτᾶς Ariphro 1.2, cf. Lyr.Adesp.119.15, Plot.3.3.4, Nonn.Par.Eu.Io.12.25.
2 vida identificada c. el suj. vida personal, vida humana φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι Pi.N.7.54, πανδάκρυτος S.Ph.690, cf. E.Fr.916, ὦ δυστάνου, μᾶτερ, βιοτᾶς E.Hec.198, cf. Io 490, Epicur.Fr.[81].8, Orác. en Eun.VS 464, Nonn.Par.Eu.Io.5.29.

Greek Monolingual

βιοτή, η (AM)
η ζωή (ως κατάσταση), τρόπος ζωής
αρχ.
τα μέσα της ζωής, τα αναγκαία για τη συντήρηση, το εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βίος.

Greek Monotonic

βιοτή: ἡ,
I. βίοτος, βίος, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. Ποιητ.
II. μέσα ζωής, εισόδημα, σε Σοφ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βιοτή: ἡ Hom., Pind., Trag., Her., Xen. = βίοτος.

Middle Liddell


I. = βίοτος, βίος, Od., attic Poets.
II. a living, sustenance, Soph., Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιοτή -ῆς, ἡ, Dor. βιοτᾱ́ βίος
1. leven.
2. levensonderhoud.