καταβρίθω: Difference between revisions
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katavritho | |Transliteration C=katavritho | ||
|Beta Code=katabri/qw | |Beta Code=katabri/qw | ||
|Definition=[ῑ], intr., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ | |Definition=[ῑ], intr., <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be heavily laden]], [[be weighed down]] by a thing, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>234</span>; ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔραζε <span class="bibl">Theoc.7.146</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> trans., [[weigh down]], [[outweigh]], ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας <span class="bibl">Id.17.95</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα- | |elnltext=κατα-βρίθω, perf. καταβέβριθα met acc. neerdrukken, overtreffen:. ὄλβῳ κ. βασιλῆας de koningen in voorspoed overtreffen Theocr. 17.95. perf. intrans. beladen zijn:. οἴες μαλλοῖς καταβεβρίθασι de schapen zijn zwaar beladen met vacht Hes. Op. 234. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -βρίσω perf. -βέβρῑθα<br /><b class="num">I.</b> intr. to be [[heavily]] laden or weighed [[down]] by a [[thing]], c. dat., Hes., Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[weigh]] [[down]], to [[outweigh]], ὄλβῳ κ. βασιλῆας Theocr. | |mdlsjtxt=fut. -βρίσω perf. -βέβρῑθα<br /><b class="num">I.</b> intr. to be [[heavily]] laden or weighed [[down]] by a [[thing]], c. dat., Hes., Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[weigh]] [[down]], to [[outweigh]], ὄλβῳ κ. βασιλῆας Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 18 June 2022
English (LSJ)
[ῑ], intr., A to be heavily laden, be weighed down by a thing, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι Hes.Op.234; ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔραζε Theoc.7.146. II trans., weigh down, outweigh, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Id.17.95.
German (Pape)
[Seite 1341] durch eine Last niederdrücken, überwiegen, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Theocr. 17, 95. – Perf. καταβέβριθα, schwer belastet sein, τινί, Hes. O. 236; so auch praes., Theocr. 7, 146.
Greek (Liddell-Scott)
καταβρίθω: ῑ: μέλλ. -βρίσω, ἀμεταβ., βαρέως πιέζομαι ὑπό τινος, καταβαρύνομαι, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι, «ὑπὸ τῶν μαλλῶν καταβαροῦνται» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 232· ὅρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε, «οἱ δὲ κλάδοι ἐκλίνοντο εἰς τὴν γῆν βραβύλοις καταβαρούμενοι» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 146. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑπερτερῶ κατὰ τὸ βάρος, εἶμαι ὑπέρτερος, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Θεόκρ. 17. 95 (ὡς ἔχουσιν Ἀντίγραφά τινα· κοινῶς καταβεβρίθει).
French (Bailly abrégé)
1 tr. accabler sous le poids, vaincre, surpasser;
2 intr. être accablé sous le poids.
Étymologie: κατά, βρίθω.
Greek Monolingual
καταβρίθω (Α)
1. είμαι πολύ βαριά φορτωμένος («εἰροκόποι δ' ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.)
2. καταβαρύνω, καταπιέζω («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», Θεόκρ.)
3. καταστρατηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βρίθω «είμαι γεμάτος»].
Greek Monotonic
καταβρίθω: [ῑ], μέλ. -βρίσω, παρακ. -βέβρῑθα·
I. αμτβ., πιέζομαι ή βαρύνομαι ισχυρά, δυνατά από κάτι, με δοτ., σε Ησίοδ., Θεόκρ.
II. μτβ., ζυγίζω περισσότερο από κάτι άλλο, υπερβαίνω σε βάρος, έχω μεγαλύτερη επιρροή, ὄλβῳ κ. βασιλῆας, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
καταβρίθω: (ῑ) (pf. καταβέβρῑθα)
1) быть обремененным, быть отягощенным (μαλλοῖς Hes.; βραβύλοισι Theocr.);
2) превосходить, перевешивать (ὄλβῳ πάντας βασιλῆας Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βρίθω, perf. καταβέβριθα met acc. neerdrukken, overtreffen:. ὄλβῳ κ. βασιλῆας de koningen in voorspoed overtreffen Theocr. 17.95. perf. intrans. beladen zijn:. οἴες μαλλοῖς καταβεβρίθασι de schapen zijn zwaar beladen met vacht Hes. Op. 234.
Middle Liddell
fut. -βρίσω perf. -βέβρῑθα
I. intr. to be heavily laden or weighed down by a thing, c. dat., Hes., Theocr.
II. trans. to weigh down, to outweigh, ὄλβῳ κ. βασιλῆας Theocr.