ἐξάπινα: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. [[repentinamente]], [[de improviso]] ἐὰν δέ τις ἀποθάνῃ ἐ. LXX <i>Nu</i>.6.9, μὴ εἰσέλθωσιν ἰδεῖν ἐ. τὰ ἅγια LXX <i>Nu</i>.4.20, ἐ. περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα [[εἶδον]] <i>Eu.Marc</i>.9.8, μήποτε ὁ [[δεσπότης]] ἐ. ἔλθῃ Herm.<i>Sim</i>.9.7.6, ἐ. ἐγένετο τὸ [[ἀτύχημα]] <i>PGiss</i>.68.6 (II d.C.), cf. Astramps.1<i>Resp</i>.2.8, D.C.<i>Epit</i>.7.25.1, <i>Vit.Aesop</i>.W.47, μὴ βραδύνῃς, μήποτε ἐ. ἀποπλεύσῃ Ἰούλιος <i>PMich</i>.506.9 (II/III d.C.), ἐ. ... ἐμβάλλειν Procop.<i>Aed</i>.2.11.11.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[αἰπύς]]. | |dgtxt=adv. [[repentinamente]], [[de improviso]] ἐὰν δέ τις ἀποθάνῃ ἐ. [[LXX]] <i>Nu</i>.6.9, μὴ εἰσέλθωσιν ἰδεῖν ἐ. τὰ ἅγια [[LXX]] <i>Nu</i>.4.20, ἐ. περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα [[εἶδον]] <i>Eu.Marc</i>.9.8, μήποτε ὁ [[δεσπότης]] ἐ. ἔλθῃ Herm.<i>Sim</i>.9.7.6, ἐ. ἐγένετο τὸ [[ἀτύχημα]] <i>PGiss</i>.68.6 (II d.C.), cf. Astramps.1<i>Resp</i>.2.8, D.C.<i>Epit</i>.7.25.1, <i>Vit.Aesop</i>.W.47, μὴ βραδύνῃς, μήποτε ἐ. ἀποπλεύσῃ Ἰούλιος <i>PMich</i>.506.9 (II/III d.C.), ἐ. ... ἐμβάλλειν Procop.<i>Aed</i>.2.11.11.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[αἰπύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 16:20, 20 June 2022
English (LSJ)
[ᾰπ], later form of ἐξαπίνης, LXXNu.4.20, Ev.Marc.9.8, PGiss.1.68.6 (ii A. D.), Procop.Aed.2.11.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάπινα: μεταγεν. τύπος τοῦ ἐξαπίνης, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Δ΄, 20). Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 8.
Spanish (DGE)
adv. repentinamente, de improviso ἐὰν δέ τις ἀποθάνῃ ἐ. LXX Nu.6.9, μὴ εἰσέλθωσιν ἰδεῖν ἐ. τὰ ἅγια LXX Nu.4.20, ἐ. περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα εἶδον Eu.Marc.9.8, μήποτε ὁ δεσπότης ἐ. ἔλθῃ Herm.Sim.9.7.6, ἐ. ἐγένετο τὸ ἀτύχημα PGiss.68.6 (II d.C.), cf. Astramps.1Resp.2.8, D.C.Epit.7.25.1, Vit.Aesop.W.47, μὴ βραδύνῃς, μήποτε ἐ. ἀποπλεύσῃ Ἰούλιος PMich.506.9 (II/III d.C.), ἐ. ... ἐμβάλλειν Procop.Aed.2.11.11.
• Etimología: v. αἰπύς.
English (Strong)
from ἐκ and a derivative of the same as αἰφνίδιος; of a sudden, i.e. unexpectedly: suddenly. Compare ἐξαίφνης.
English (Thayer)
(a somewhat rare later Greek form for ἐξαπίνης, ἐξαίφνης, which see (Winer's Grammar, § 2,1d.)), adverb, suddenly: Sept.; Jamblichus, Zonaras (1118 A.D.>), others; Byzantine.)
Greek Monolingual
ἐξάπινα (AM)
μτγν. τ. του ἐξαπίνης, αιφνίδια, ξαφνικά («ἐξάπινα περιβλεψάμενοι», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξαπίνης].
Greek Monotonic
ἐξάπῐνα: μεταγεν. τύπος του ἐξαπίνης, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐξάπῐνα: adv. NT = ἐξαπιναίως.
Middle Liddell
adverblater form of ἐξαπίνης, NTest.]
Chinese
原文音譯:™x£pina 誒克士-阿-à披那
詞類次數:副詞(1)
原文字根:出去-不-顯出(地)
字義溯源:忽然地,出乎意料地;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(αἰφνίδιος)=預料不到的)組成;而 (αἰφνίδιος)又由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(φαίνω)=發光)組成,其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀)。比較 (ἐξαίφνης / ἐξέφνης)=忽然
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 忽然(1) 可9:8