splinter: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 3: | Line 3: | ||
===substantive=== | ===substantive=== | ||
[[piece torn off]]: [[verse|V.]] [[θραῦσμα]], τό, [[ἀγή]], ἡ, [[σχίζα]], ἡ, [[σχιζίον]], τό, [[σχινδαλμός]], ὁ, [[σχιδαλαμός]], ὁ, [[σκινδαλμός]], ὁ, [[σχινδάλαμος]], ὁ, [[σκινδάλαμος]], ὁ, [[ἀποπελέκημα]], τό, [[περίθλασμα]], τό, [[περικνίδιον]], τό, [[ἔκψηγμα]], [[λεπίς]], ἡ, [[παδησχέα]], ἡ, [[παδησχέαι]], αἱ, [[ἀπόκνισμα]], τό, [[ἀπόθραυσμα]], τό, [[σκόλοψ]], ὁ, [[κάρφος]], ὁ. | [[piece torn off]]: [[verse|V.]] [[θραῦσμα]], τό, [[ἀγή]], ἡ, [[σχίζα]], ἡ, [[σχιζίον]], τό, [[σχινδαλμός]], ὁ, [[σχιδαλαμός]], ὁ, [[σκινδαλμός]], ὁ, [[σχινδάλαμος]], ὁ, [[σκινδάλαμος]], ὁ, [[ἀποπελέκημα]], τό, [[περίθλασμα]], τό, [[περικνίδιον]], τό, [[ἔκψηγμα]], τό, [[λεπίς]], ἡ, [[παδησχέα]], ἡ, [[παδησχέαι]], αἱ, [[ἀπόκνισμα]], τό, [[ἀπόθραυσμα]], τό, [[σκόλοψ]], ὁ, [[κάρφος]], ὁ. | ||
[[piece of wreckage]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ναυάγια]], τά. | [[piece of wreckage]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ναυάγια]], τά. |
Revision as of 17:21, 27 June 2022
English > Greek (Woodhouse)
substantive
piece torn off: V. θραῦσμα, τό, ἀγή, ἡ, σχίζα, ἡ, σχιζίον, τό, σχινδαλμός, ὁ, σχιδαλαμός, ὁ, σκινδαλμός, ὁ, σχινδάλαμος, ὁ, σκινδάλαμος, ὁ, ἀποπελέκημα, τό, περίθλασμα, τό, περικνίδιον, τό, ἔκψηγμα, τό, λεπίς, ἡ, παδησχέα, ἡ, παδησχέαι, αἱ, ἀπόκνισμα, τό, ἀπόθραυσμα, τό, σκόλοψ, ὁ, κάρφος, ὁ.
piece of wreckage: P. and V. ναυάγια, τά.
of a bone: παρασχίδες, αἱ, ὑπόθλασμα, τό.
verb transitive
P. and V. καταγνύναι, Ar. and V. θραύειν (also Plato but rare P.), V. συνθραύειν, ἀγνύναι; see shiver, break.