ψιμύθιον: Difference between revisions

From LSJ
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψιμύθιον''': ἢ [[ψιμμύθιον]] (καὶ μεταγεν. [[ψιμίθιον]]), τό, ὡς τὸ [[ψίμυθος]], τὸ λευκὸν τοῦ μολύβδου, Λατ. cerussa, [[ὅπερ]] μετεχειρίζοντο πρὸς λεύκανσιν τῆς ἐπιδερμίδος τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878, 929, 1072· ἔτι δὲ καὶ τῶν τριχῶν, παρὰ Πλάτ. ἐν Λυσ. 217D· ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ Ξεν. Οἰκ. 10, 2· περιπεπλασμέναι ψιμυθίοις.., ἀνάπλεῳ ψιμυθίου Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1· ― περὶ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς [[αὐτοῦ]] ἴδε Θεοφρ. περὶ Λίθ. 56. [ῡ, πλὴν ἐν Ἀνθ. Παλ. 11. 374, 408· ψῐ- ἐν τῷ [[ψίμυθος]], ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ψῑ- ἐν τῷ [[ψιμύθιον]] ἔν τινι ἑξαμέτρῳ, Νικ. Ἀλεξιφ. 75 ἐξ οὗ [[ὅμως]] δὲν ἀποδείκνυται ὅτι ἡ γραφὴ ψιμμ-, ὡς εὕρηται ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφων, [[εἶναι]] ὀρθή· ― τὰ ἀρχαιότατα καὶ δοκιμώτατα Ἀντίγραφα ἔχουσι τὴν δι’ ἁπλοῦ μ γραφήν].
|lstext='''ψιμύθιον''': ἢ [[ψιμμύθιον]] (καὶ μεταγεν. [[ψιμίθιον]]), τό, ὡς τὸ [[ψίμυθος]], τὸ λευκὸν τοῦ μολύβδου, Λατ. cerussa, [[ὅπερ]] μετεχειρίζοντο πρὸς λεύκανσιν τῆς ἐπιδερμίδος τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878, 929, 1072· ἔτι δὲ καὶ τῶν τριχῶν, παρὰ Πλάτ. ἐν Λυσ. 217D· ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ Ξεν. Οἰκ. 10, 2· περιπεπλασμέναι ψιμυθίοις.., ἀνάπλεῳ ψιμυθίου Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1· ― περὶ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς [[αὐτοῦ]] ἴδε Θεοφρ. περὶ Λίθ. 56. [ῡ, πλὴν ἐν Ἀνθ. Παλ. 11. 374, 408· ψῐ- ἐν τῷ [[ψίμυθος]], ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ψῑ- ἐν τῷ [[ψιμύθιον]] ἔν τινι ἑξαμέτρῳ, Νικ. Ἀλεξιφ. 75 ἐξ οὗ [[ὅμως]] δὲν ἀποδείκνυται ὅτι ἡ γραφὴ ψιμμ-, ὡς εὕρηται ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφων, [[εἶναι]] ὀρθή· ― τὰ ἀρχαιότατα καὶ δοκιμώτατα Ἀντίγραφα ἔχουσι τὴν δι’ ἁπλοῦ μ γραφήν].
}}
{{grml
|mltxt=το / [[ψιμύθιον]], ΝΜΑ, και [[ψιμμύθιον]] και [[ψιμίθιον]] και [[ψιμμίθιον]] και [[ψίμιθον]] και [[ψημύθιον]] Α<br />[[σκόνη]] ανθρακικού μολύβδου με [[λευκό]] [[χρώμα]], την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το [[πρόσωπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καλλυντικό, φτειασίδι<br /><b>2.</b> το [[λευκό]] [[χρώμα]] που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ψίμυθος]], με [[επίθημα]] -<i>ιον</i>].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 16:54, 29 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιμύθιον Medium diacritics: ψιμύθιον Low diacritics: ψιμύθιον Capitals: ΨΙΜΥΘΙΟΝ
Transliteration A: psimýthion Transliteration B: psimythion Transliteration C: psimythion Beta Code: yimu/qion

English (LSJ)

(v. infr.), τό, = ψίμυθος, white lead, used as a pigment, esp. to whiten the skin of the face, Ar.Ec.878,929, Amips.3, Dialex.2.6, etc.; even for the hair, Pl.Ly.217d; ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ X.Oec.10.2; περιπεπλασμένη ψιμυθίοις... ἀνάπλεῳ ψιμυθίου, Eub.98, cf. Ar.Ec.1072; τῷ ψ. κεχρισμένος Jul.Or.7.233b; also used in salves, Gp.17.7.2, 18.15.3: for its preparation, v. Thphr.Lap.56. (Written ψιμίθιον in PCair.Zen.763.19, 789.11,12 (iii B. C.), IG5(1).1390.22 (Andania, i B. C.), POxy.1088.4 (i A. D.), PLond.3.928.21, PMed.Strassb.p.4 (ii A. D.), and as v.l. in Dsc.5.88, etc.; ψιμμύθιον Jul. l. c., v.l. in GP. Il. cc.; ψιμμίθιον as v.l. in Dsc. l. c.: Aeol. ψημύθιον, acc. to Choerob. in Theod.1.201 H., Id. in An.Ox.2.241 (Ion. acc. to EM103.25): v. ψιμυθιόω.) [ῡ, Ar. ll. cc., etc.; ψῑ- indeterminate in these passages; ψῑμῡθίου in a hexam. (Nic.Al.75) might be due to metrical lengthening of ψῐ-: cf. ψίμυθος.]

German (Pape)

[Seite 1400] τό, = ψίμυθος; Ar. Plut. 1064; ψίμυθίῳ καταπεπλασμένη Eccl. 878, vgl. 929. 1072; εἴ τίς σου ξανθὰς οὔσας τὰς τρίχας ψιμυθίῳ ἀλείψειε Plat. Lys. 217 d.

Greek (Liddell-Scott)

ψιμύθιον: ἢ ψιμμύθιον (καὶ μεταγεν. ψιμίθιον), τό, ὡς τὸ ψίμυθος, τὸ λευκὸν τοῦ μολύβδου, Λατ. cerussa, ὅπερ μετεχειρίζοντο πρὸς λεύκανσιν τῆς ἐπιδερμίδος τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878, 929, 1072· ἔτι δὲ καὶ τῶν τριχῶν, παρὰ Πλάτ. ἐν Λυσ. 217D· ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ Ξεν. Οἰκ. 10, 2· περιπεπλασμέναι ψιμυθίοις.., ἀνάπλεῳ ψιμυθίου Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1· ― περὶ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς αὐτοῦ ἴδε Θεοφρ. περὶ Λίθ. 56. [ῡ, πλὴν ἐν Ἀνθ. Παλ. 11. 374, 408· ψῐ- ἐν τῷ ψίμυθος, ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ψῑ- ἐν τῷ ψιμύθιον ἔν τινι ἑξαμέτρῳ, Νικ. Ἀλεξιφ. 75 ἐξ οὗ ὅμως δὲν ἀποδείκνυται ὅτι ἡ γραφὴ ψιμμ-, ὡς εὕρηται ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφων, εἶναι ὀρθή· ― τὰ ἀρχαιότατα καὶ δοκιμώτατα Ἀντίγραφα ἔχουσι τὴν δι’ ἁπλοῦ μ γραφήν].

Greek Monolingual

το / ψιμύθιον, ΝΜΑ, και ψιμμύθιον και ψιμίθιον και ψιμμίθιον και ψίμιθον και ψημύθιον Α
σκόνη ανθρακικού μολύβδου με λευκό χρώμα, την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το πρόσωπο
νεοελλ.
1. καλλυντικό, φτειασίδι
2. το λευκό χρώμα που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ψίμυθος, με επίθημα -ιον].

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
blanc de céruse qui servait de fard.
Étymologie: ψίμυθος.

Greek Monotonic

ψιμύθιον: ή ψιμμύθιον, Αιολ. ψημύθιον, (και ψιμίθιον και ψιμμίθιον), τό (ψίμυθος), λευκός μόλυβδος, που τον χρησιμοποιούσαν για να λευκαίνουν τα πρόσωπα, σε Αριστοφ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψιμύθιον -ου, τό loodwit (als make-up, om het gezicht licht van kleur te maken).

Russian (Dvoretsky)

ψῐμύθιον: (ῡ, Anth. ῠ) τό белила Arph., Xen., Plat., Anth.

Middle Liddell

ψιμύθιον, ορ ψιμμύθιον, ου, τό, ψίμυθος
white lead, used to whiten the face, Ar., Xen.

English (Woodhouse)

white lead

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)