ὑπέρφρων: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[υπερήφανος]], [[αγέρωχος]] («τῶν φρονημάτων ὁ [[Ζεὺς]] κολαστὴς τῶν [[ἄγαν]] ὑπερφρόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γενναιόψυχος]], υψηλόφρονας·3. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ υπέρφρον</i><br />[[γενναιοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέρφρονα</i><br />πολύ υπερήφανα, αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[υπερήφανος]], [[αγέρωχος]] («τῶν φρονημάτων ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] κολαστὴς τῶν [[ἄγαν]] ὑπερφρόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γενναιόψυχος]], υψηλόφρονας·3. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ υπέρφρον</i><br />[[γενναιοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέρφρονα</i><br />πολύ υπερήφανα, αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>φρων</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:21, 30 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρφρων Medium diacritics: ὑπέρφρων Low diacritics: υπέρφρων Capitals: ΥΠΕΡΦΡΩΝ
Transliteration A: hypérphrōn Transliteration B: hyperphrōn Transliteration C: yperfron Beta Code: u(pe/rfrwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν) A haughty, arrogant, σῆμα, λόγοι, A.Th.387,410; φρονήματα E.Heracl.388: neut. pl. ὑπέρφρονα as adverb, S.Aj.1236. Regul. Adv. ὑπερφρόνως D.C.37.5,49 (this Adv. is censured by Poll.9.147). 2 in good sense, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος = from a sense of superiority, Th.2.62, D.C.45.43.

German (Pape)

[Seite 1204] ονος, darüberhinaus denkend, im guten Sinne, hochsinnig, über alles Kleinliche erhaben, Thuc. 2, 62. – Gew. tadelnd, über-, hochmüthig, stolz; λόγοι Aesch. Spt. 392; ἔχει δ' ὑπέρφρον σῆμ' ἐπ' ἀσπίδος 369; Soph. Ai. 1215; φρονήματα Eur. Heracl. 389.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὑπερβαλλόντως ὑπερήφανος, ἀγέρωχος, ὑπεροπτικός, σῆμα, λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 380, 410· φρονήματα Εὐρ. Ἡρακλ. 388· οὐδ. πληθ. ὑπέρφρονα ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Αἴ. 1236. ― Ἐπίρρ. ὑπερφρόνως, Δίων Κ. 37. 5 καὶ 49. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος, ἐκ συναισθήσεως ὑπεροχῆς, Θουκ. 2. 62, Δίων Κ. 45. 43· - τὴν χρῆσιν ταύτην κατακρίνει ὁ Πολυδ. Θ΄, 147.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
1 qui a des sentiments trop hauts, fier, orgueilleux ; plur. neutre adv. • ὑπέρφρονα SOPH avec orgueil;
2 en b. part qui a des sentiments élevés, magnanime : ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος THC par grandeur d’âme.
Étymologie: ὑπέρ, φρήν.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ υπερήφανος, αγέρωχος («τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων», Ευρ.)
2. γενναιόψυχος, υψηλόφρονας·3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπέρφρον
γενναιοφροσύνη
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρφρονα
πολύ υπερήφανα, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πρό-φρων].

Greek Monotonic

ὑπέρφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν),
1. φαντασμένος, υπερβολικά υπερήφανος, αλαζονικός, περιφρονητικός, καταφρονητικός, υπεροπτικός, σε Αισχύλ., Ευρ.· ουδ. πληθ. ὑπέρφρονα, ως επίρρ., σε Σοφ.
2. με θετική σημασία, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος, από αίσθηση υπεροχής, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρφρων: gen. ονος
1) высокомерный, надменный (λόγοι Aesch.; φρονήματα Eur.);
2) горделивый (τὸ σῆμα ἐπ᾽ ἀσπίδος Aesch.);
3) уверенный в себе (ἡ τόλμα Thuc.).

Middle Liddell

ὑπέρφρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
1. over-proud, haughty, disdainful, arrogant, Aesch., Eur.: neut. pl. ὑπέρφρονα as adv., Soph.
2. in good sense, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος from a sense of superiority, Thuc.

English (Woodhouse)

boastful, haughty, puffed up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)