κυνηγέσιον: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kunhge/sion | |Beta Code=kunhge/sion | ||
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hunting]]-[[establishment]], [[pack of hounds]], <span class="bibl">Hdt.1.36</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>10.4</span>; also, [[pack of wolves hunting together]], opp. <b class="b3">λύκοι μονοπεῖραι</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>594a31</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[hunt]], [[chase]], <b class="b3">ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>6.11</span>; <b class="b3">ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ</b>. ib.<span class="bibl">26</span>, cf. <span class="bibl">7.11</span>: in plural, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span> 224</span> (anap.), <span class="bibl">Isoc.7.45</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>3.11</span>, <span class="bibl">6.4</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>40</span>: metaph., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>309a</span>; παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. <span class="bibl">Id.<span class="title">La.</span> 194b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[κυνήγιον]] <span class="bibl">2</span>, <span class="title">CIG</span>2511 (Cos), 4157 (Sinope). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> that which is taken in [[hunting]], [[game]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>6.12</span>.</span> | |Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hunting]]-[[establishment]], [[pack of hounds]], <span class="bibl">Hdt.1.36</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>10.4</span>; also, [[pack of wolves hunting together]], opp. <b class="b3">λύκοι μονοπεῖραι</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>594a31</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[hunt]], [[chase]], <b class="b3">ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>6.11</span>; <b class="b3">ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ</b>. ib.<span class="bibl">26</span>, cf. <span class="bibl">7.11</span>: in plural, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span> 224</span> (anap.), <span class="bibl">Isoc.7.45</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>3.11</span>, <span class="bibl">6.4</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>40</span>: metaph., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>309a</span>; παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. <span class="bibl">Id.<span class="title">La.</span> 194b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[κυνήγιον]] <span class="bibl">2</span>, <span class="title">CIG</span>2511 (Cos), 4157 (Sinope). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> that which is taken in [[hunting]], [[game]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>6.12</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> chasse;<br /><b>2</b> troupe de chasseurs et de chiens, équipage de chasse;<br /><b>3</b> lieu pour chasser, parc;<br /><b>4</b> butin de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγετέω]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> chasse;<br /><b>2</b> troupe de chasseurs et de chiens, équipage de chasse;<br /><b>3</b> lieu pour chasser, parc;<br /><b>4</b> butin de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγετέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυνηγέσιον -ου, τό [κύων] troep jachthonden:. τὸ κυνηγέσιον πᾶν συμπέμψω ik zal al mijn jachthonden meesturen Hdt. 1.36.3. de jacht, de jachtpartij. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠνηγέσιον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. [[псовая охота]] Eur., Plut.: θῆραί τε καὶ κυνηγέσια Plat. [[охота без собак и с собаками]];<br /><b class="num">2)</b> [[отряд охотников с собаками]] (τὸ κ. [[πᾶν]] συμπέμπειν Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[вместе охотящаяся стая]] (sc. τῶν λύκων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[охотничий участок]] (ἐν κυνηγεσίῳ πλανᾶσθαι Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[охотничья добыча]] (ὑπαγωγὴ τοῦ κυνηγεσίου Xen.);<br /><b class="num">6)</b> перен. [[охота]], [[погоня]] (περί τινος ὥραν Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠνηγέσιον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> κυνηγετική [[συνοδεία]], κυνηγοί και λαγωνικά, [[πλήθος]] σκυλιών, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κυνήγι]], [[καταδίωξη]], [[θήρα]], σε Ξεν.· ομοίως στον πληθ., σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> αυτό που πιάνεται στο [[κυνήγι]], [[θήραμα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''κῠνηγέσιον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> κυνηγετική [[συνοδεία]], κυνηγοί και λαγωνικά, [[πλήθος]] σκυλιών, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κυνήγι]], [[καταδίωξη]], [[θήρα]], σε Ξεν.· ομοίως στον πληθ., σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> αυτό που πιάνεται στο [[κυνήγι]], [[θήραμα]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=το (AM [[κυνηγέσιον]], Μ και κυνηγέσιν) [[κυνηγέτης]]<br />[[ομάδα]] στην οποία μετέχουν πολλοί κυνηγοί και κυνηγετικά σκυλιά, κυνηγετική [[συνοδεία]] («καὶ τὸ [[κυνηγέσιον]] πᾶν συμπέμψω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κυνήγι]], [[θήρα]] («περὶ τὰ κυνηγέσια καὶ τὴν φιλοσοφίαν ἠνάγκασαν διατρίβειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομάδα]] σκύλων<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ομάδα]] λύκων που βγαίνει για [[αρπαγή]]<br /><b>3.</b> [[μάχη]] [[μεταξύ]] ζώων, [[θηριομαχία]]<br /><b>4.</b> [[θήραμα]], το ζώο που σκοτώθηκε σε [[κυνήγι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κῠνηγέσιον''': τό, συνοδεία κυνηγετική, κυνηγοὶ μετὰ τῶν κυνῶν αὐτῶν, [[πλῆθος]] κυνῶν, Ἡρόδ. 1. 36, Ξεν. Κυν. 10, 4· [[ὡσαύτως]], ὁμὰς λύκων [[ὁμοῦ]] θηρευόντων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, λύκοι μονοπεῖραι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 2. ΙΙ. [[κυνήγιον]], [[θήρα]], καταδίωξις, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι Ξεν. Κυν. 6, 11· ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. [[αὐτόθι]] 6, 26, πρβλ. 4 καὶ 7, 11· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἱππ. 224, Ἰσοκρ. 148Ε., Ξεν. Κυν. 3, 11· ― μεταφ., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχ.· παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 194Β. 2) = [[κυνήγιον]] 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 2511, 4157. ΙΙΙ. τὸ θηρευόμενον [[θήραμα]], «κυνῆγι», Ξεν. Κυν. 6, 12. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 11:11, 7 August 2022
English (LSJ)
τό, A hunting-establishment, pack of hounds, Hdt.1.36, X.Cyn.10.4; also, pack of wolves hunting together, opp. λύκοι μονοπεῖραι, Arist.HA594a31. II hunt, chase, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι, X.Cyn.6.11; ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. ib.26, cf. 7.11: in plural, E.Hipp. 224 (anap.), Isoc.7.45, X.Cyn.3.11, 6.4, Plu.Alex.40: metaph., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Pl.Prt.309a; παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. Id.La. 194b. 2 = κυνήγιον 2, CIG2511 (Cos), 4157 (Sinope). III that which is taken in hunting, game, X.Cyn.6.12.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 chasse;
2 troupe de chasseurs et de chiens, équipage de chasse;
3 lieu pour chasser, parc;
4 butin de chasse.
Étymologie: κυνηγετέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγέσιον -ου, τό [κύων] troep jachthonden:. τὸ κυνηγέσιον πᾶν συμπέμψω ik zal al mijn jachthonden meesturen Hdt. 1.36.3. de jacht, de jachtpartij.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγέσιον: τό
1) тж. pl. псовая охота Eur., Plut.: θῆραί τε καὶ κυνηγέσια Plat. охота без собак и с собаками;
2) отряд охотников с собаками (τὸ κ. πᾶν συμπέμπειν Her.);
3) вместе охотящаяся стая (sc. τῶν λύκων Arst.);
4) охотничий участок (ἐν κυνηγεσίῳ πλανᾶσθαι Xen.);
5) охотничья добыча (ὑπαγωγὴ τοῦ κυνηγεσίου Xen.);
6) перен. охота, погоня (περί τινος ὥραν Plat.).
Greek Monotonic
κῠνηγέσιον: τό,
I. κυνηγετική συνοδεία, κυνηγοί και λαγωνικά, πλήθος σκυλιών, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. κυνήγι, καταδίωξη, θήρα, σε Ξεν.· ομοίως στον πληθ., σε Ευρ.
III. αυτό που πιάνεται στο κυνήγι, θήραμα, σε Ξεν.
Greek Monolingual
το (AM κυνηγέσιον, Μ και κυνηγέσιν) κυνηγέτης
ομάδα στην οποία μετέχουν πολλοί κυνηγοί και κυνηγετικά σκυλιά, κυνηγετική συνοδεία («καὶ τὸ κυνηγέσιον πᾶν συμπέμψω», Ηρόδ.)
μσν.-αρχ.
κυνήγι, θήρα («περὶ τὰ κυνηγέσια καὶ τὴν φιλοσοφίαν ἠνάγκασαν διατρίβειν», Ξεν.)
αρχ.
1. ομάδα σκύλων
2. (κατ' επέκτ.) ομάδα λύκων που βγαίνει για αρπαγή
3. μάχη μεταξύ ζώων, θηριομαχία
4. θήραμα, το ζώο που σκοτώθηκε σε κυνήγι.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγέσιον: τό, συνοδεία κυνηγετική, κυνηγοὶ μετὰ τῶν κυνῶν αὐτῶν, πλῆθος κυνῶν, Ἡρόδ. 1. 36, Ξεν. Κυν. 10, 4· ὡσαύτως, ὁμὰς λύκων ὁμοῦ θηρευόντων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, λύκοι μονοπεῖραι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 2. ΙΙ. κυνήγιον, θήρα, καταδίωξις, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι Ξεν. Κυν. 6, 11· ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. αὐτόθι 6, 26, πρβλ. 4 καὶ 7, 11· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἱππ. 224, Ἰσοκρ. 148Ε., Ξεν. Κυν. 3, 11· ― μεταφ., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχ.· παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 194Β. 2) = κυνήγιον 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 2511, 4157. ΙΙΙ. τὸ θηρευόμενον θήραμα, «κυνῆγι», Ξεν. Κυν. 6, 12.
Middle Liddell
κῠνηγέσιον, ου, τό,
I. a hunting-establishment, huntsmen and hounds, a pack of hounds, Hdt., Xen.
II. a hunt, chase, pursuit, Xen.; so in plural, Eur.
III. that which is taken in hunting, the game, Xen. [from κῠνηγετέω]