ἀδιάλειπτος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non interrompu, incessant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διαλείπω]].
|btext=ος, ον :<br />non interrompu, incessant.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[διαλείπω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 16:40, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάλειπτος Medium diacritics: ἀδιάλειπτος Low diacritics: αδιάλειπτος Capitals: ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟΣ
Transliteration A: adiáleiptos Transliteration B: adialeiptos Transliteration C: adialeiptos Beta Code: a)dia/leiptos

English (LSJ)

ον, A unintermitting, incessant, Ti. Locr.98e, Ep.Rom.9.2, Hierocl.p.19.55A., Plu.2.121e, M.Ant.6.15. Adv. -τως Metrod.Herc.831.8, Polem.Hist.30, Plb.9.3.8, Posidon.25, LXX 1 Ma.12.11, Ep.Rom.1.9, PLond.3.1166.6 (i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάλειπτος: -ον, ὁ ἄνευ διαλειμμάτων ἀδιάκοπος, Τιμ. Λοκρ. 98Ε, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 2., Τιμ. Β΄ α΄, 3. - Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 9. 3, 8, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non interrompu, incessant.
Étymologie: , διαλείπω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no cesa, incesante, constante, ἀλλοίωσις Ti.Locr.98e, ὀδύνη Ep.Rom.9.2, κίνησις Aristeas 86, στεφανῶσαι θαλλοῦ στεφάνωι ἐφ' ᾗ ἔσχηκεν πρὸς τὴν σύνοδον ἀδιαλείπτῳ φιλοτιμίᾳ IG 22.1343.35 (I a.C.), cf. ICr.1.18.55.10 (Lito II d.C.), ἀ. εὐφημία Plu.2.121e, ἀδιάλειπτον εἶναι τῷ ζῴῳ τὴν ἑαυτοῦ συναίσθησιν ἐπελθεῖν Hierocl.p.19.55, ἡ τοῦ χρόνου ἀ. φορά M.Ant.6.15, πυρετός ... ἀπ' ἀρχῆς ἄχρι τέλους ἀδιάλεπτος (sic) Pall.Febr.15
en uso adverb. τὰ κακὰ ἀδιάλειπτον ἔχει Sch.S.OT 198P.
2 que no falta ἀδιάλειπτον ἔχειν τὸ ὕδωρ Herm.Sim.2.8
que no carece de nada ἵνα ἀ. γένηται ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ para que no le falte nada en su vida Herm.Sim.2.6.
3 sin merma, sin pérdidas μεταπαραδιδόναι τῷ μεθ' ἑαυτὸν ἱερεῖ ζωφυτοῦν καὶ ἀδιάλιπτον τὸ ἄλσος IStratonikeia 513.34 (Lagina III d.C.).
II adv. -ως incesantemente, ininterrumpidamente Metrod.Herc.831.8, Polem.Hist.30, Posidon.67, LXX 1Ma.12.11, Ep.Rom.1.9, PLond.1166.6 (I d.C.), Aristeas 92, Corn.ND 1, νικᾶν ταῖς μάχαις ἀ. Plb.9.3.8, λε[ι] τουργήσαντι ἀ. RECAM 2.178 (imper.), ἀ. θέντα τὸ ἔλαιον ἡμέρας τε καὶ νυκτός IM 163.7 (I d.C.), cf. CRIA 172.6 (Sebastópolis II d.C.), IStratonikeia 16.11 (Panamara II/III d.C.), τὸ χωρίον ποτίσαι ἀ. χειμῶνι τε καὶ θέρει PMasp.104.9 (VI d.C.), παραμεῖναι SB 10944.12 (VI d.C.), εἰ δὲ θέλεις ἀ. ἔχειν ῥόδα Gp.11.18.1.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of a compound of διά and λείπω; unintermitted, i.e. permanent: without ceasing, continual.

English (Thayer)

(διαλείπω to intermit, leave off), unintermitted, unceasing: 2 Timothy 1:3. (Tim. Locr. 98e.)

Greek Monotonic

ἀδιάλειπτος: -ον (διαλείπω), αυτός που δεν έχει διαλείμματα, αδιάκοπος, συνεχής, σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. -τως, σε Πολύβ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάλειπτος: непрерывный, беспрестанный Plat., Plut.

Middle Liddell

διαλείπω
unintermitting, incessant, NTest.; adv. -τως, Polyb., NTest.

Chinese

原文音譯:¢di£leiptoj 阿-笛阿-累普拖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-經過-缺乏的
字義溯源:不間斷的,不停的,繼續的,時常,不住地;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(διά)*=通過)及(λείπω)*=缺少,留下)組成。保羅在他的書信說到他關心信徒的光景,乃是不住的想念( 提後1:3),時常傷痛( 羅9:2)
出現次數:總共(2);羅(1);提後(1)
譯字彙編
1) 不住的(1) 提後1:3;
2) 時常(1) 羅9:2