νάσσω: Difference between revisions
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νάσσω:''' атт. [[νάττω]] (pf. pass. [[νένασμαι]] и νέναγμαι; adj. verb. [[ναστός]])<br /><b class="num">1)</b> плотно убивать, утаптывать (γαῖαν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> набивать, стлать (κλῖναι δαπίδων νενασμέναι Arph.). | |elrutext='''νάσσω:''' атт. [[νάττω]] (pf. pass. [[νένασμαι]] и νέναγμαι; adj. verb. [[ναστός]])<br /><b class="num">1)</b> плотно убивать, утаптывать (γαῖαν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[набивать]], [[стлать]] (κλῖναι δαπίδων νενασμέναι Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 10:15, 19 August 2022
English (LSJ)
Att. νάττω, fut. A νάξω Hsch.: aor. ἔναξα (v. infr.): pf. Pass. νένασμαι and νέναγμαι (v. infr.):—press, squeeze close, stamp down, γαῖαν ἔναξε Od.21.122; οἱ παῖδες ἔναττον εἰς τὰς σπυρίδας Hippoloch. ap.Ath.4.130b:—Pass., to be piled up, ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη Hp.Nat. Puer.24; ἐν δὲ [τῇ στιβάδι] νένασται… δέρματα Theoc.9.9: c. gen., κλῖναι σισυρῶν νεναγμέναι (νενασμ- codd.) piled up with... Ar.Ec. 840. II stuff quite full, νάττω τὸν θύλακον Epict.Fr.23:— Pass., πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο every house was crammed with soldiers, Josephus, Jewish War, Book 1, section 337, line 4.
German (Pape)
[Seite 230] att. νάττω, fut. νάξω, perf. pass. νένασμαι, feststampfen, festdrücken; ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε, Od. 21, 122; VLL. erkl. θλίβειν, ὁμαλίζειν; übh. volldrücken, hineinstopfen, dicht anfüllen, ἔναττον οἱ παῖδες εἰς τὰς σπυρίδας, Ath. IV, 130 b; τινός, womit, κλῖναί τε σισυρῶν καὶ δαπίδων νενασμέναι, Ar. Lys. 840; einzeln auch bei Sp., νάξαι, Nic. Ther. 952; νένασμαι κέρμασιν, Alciphr. 3, 47. – Adj. verb. ναστός s. unten.
Greek (Liddell-Scott)
νάσσω: Ἀττ. νάττω: ἀόρ. ἔναξα: παθ. πρκμ. νένασμαι καὶ νέναγμαι· πρβλ. κατα-, συν-νάσσω, Πιέζω, θλίβω ἰσχυρῶς, καταπατῶ, γαῖαν ἔναξε Ὀδ. Φ. 122· ἐν σαργανίσι νάξω (ἐν σαργανίσιν ἄξω Πόρσ.) ταρίχους, θὰ στοιβάσω ταρίχους ἐν..., Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 7 (ἴδε Meineke 5, σ. 16). - Παθ., συσσωρεύομαι μέ τι, εἶμαι πλήρης τινός, κλῖναι σισυρῶν νενασμέναι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 840· ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη Ἱππ. 243. 31 (5. 520 Littré)· ἐν δὲ [τῇ στιβάδι] νένασται... δέρματα Θεόκρ. 9. 6. ΙΙ. γεμίζω ἐντελῶς, νάττω τὸν θύλακον Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 610. 6· - Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 130Β, ἔναττον οἱ παῖδες [ἐς] τὰς σπυρίδας, τὸ ἐς φαίνεται ἐπανελήφθη ἐκ τοῦ παῖδες. - Παθ., πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο, ἦτο πλήρης, γεμάτη..., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 17, 6. (Ἴσως συγγενὲς πρὸς τὴν √ΝΑΣ, ναίω).
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔναξα, pf. inus. ; pf. Pass. νένασμαι, postér. νέναγμαι;
1 presser, fouler, acc.;
2 bourrer, emplir, encombrer.
Étymologie: DELG étym. obscure.
English (Autenrieth)
only aor. ἔναξε, stamped down; γαῖαν, Od. 21.122†.
Greek Monolingual
νάσσω και αττ. τ. νάττω (Α)
1. πατώ με δύναμη, πιέζω, συνθλίβω («ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε», Ομ. Οδ.)
2. γεμίζω κάτι εντελώς («νάττω τὸν θύλακον», Επίκτ.)
3. (το παθ.) νάσσομαι
α) συσσωρεύομαι («ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη», Ιπποκρ.)
β. είμαι γεμάτος («πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο», Ιωσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιο αν το αρχικό θ. του ρ. ήταν νακ- (πρβλ. αόρ. ἔναξα, νάξαι) ή νατ- (πρβλ. ναστός < νατ-τός). Το ρηματ. επίθ. ναστός και ο παθ. παρακμ. νένασμαι φαίνονται ανάλογα προς τα παστός, πέπασμαι, αλλά και ο ουρανικόληκτος τ. νάξαι απαντά ήδη στον Όμηρο. Δεν φαίνεται πιθανή η σύνδεσή του με τα νάκη, νάκος.
Greek Monotonic
νάσσω: Αττ. νάττω· αόρ. αʹ ἔναξα· Παθ. παρακ. νένασμαι και νέναγμαι· συμπιέζω, συνθλίβω, πατώ με δύναμη, καταπατώ, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
νάσσω: атт. νάττω (pf. pass. νένασμαι и νέναγμαι; adj. verb. ναστός)
1) плотно убивать, утаптывать (γαῖαν Hom.);
2) набивать, стлать (κλῖναι δαπίδων νενασμέναι Arph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: stamp down, squeeze close, press together, stuff (φ 122).
Other forms: Att. νάττω, aor. νάξαι, fut. νάξω (H.), perf. midd. νέναγ-μαι, νένασμαι.
Compounds: Rarely with prefix, e.g. κατα-, συν-.
Derivatives: Verbaladj. ναστός pressed together, stuffed full (medic., J.), substant. (sc. πλακοῦς) m. name of a cake (com.) with ναστίσκος m. (Pherecr.); also νακτός pressed together (Plu.); νακτά τοὺς πίλους καὶ τὰ ἐμπίλια H. -- Verbal subst. νάγμα n. closely sqeezed stone-wall (J.). From the attestations it is not clear, whether the verbal stem orig. ended in a velar (νάξαι φ 122) or a dental (ναστός from *νατ-τός?); perhaps best is, to take ναστός and νένασμαι as analogical (after παστός, πέπασμαι?).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Etymology unknown; connection with νάκος woollen skin (s.v.) cannot be proven. Other combinations by Sommer Lautst. 57. -- Here as LW [loanword] Lat. naccae fullones, perhaps from *νάκται; further s. W.-Hofmann s.v. - The verb may well be Pre-Greek.
Middle Liddell
to press or squeeze close, stamp down, Od., Theocr.
Frisk Etymology German
νάσσω: {nássō}
Forms: att. νάττω, Aor. νάξαι, Fut. νάξω (H.), Perf. Med. νέναγμαι, νένασμαι,
Grammar: v.
Meaning: fest stampfen, fest schichten, zusammenpressen, vollstopfen (seit φ 122).
Composita : vereinzelt m. Präfix, z.B. κατα-, συν-,
Derivative: Davon die Verbaladj. ναστός zusammengepreßt, voollgestopft (Mediz., J. u.a.), substantiviert (sc. πλακοῦς) m. Ben. eines Kuchens (Kom.) mit ναστίσκος m. (Pherekr.); auch νακτός zusammengepreßt (Plu.); νακτά· τοὺς πίλους καὶ τὰ ἐμπίλια H. — Verbalsubst. νάγμα n. ‘fest geschichteter Stein- wall’ (J.). Aus den Belegen geht nicht mit voller Sicherheit hervor, ob der Verbalstamm ursprünglich auf Guttural (νάξαι schon φ 122) oder auf Dental (ναστός aus *ναττός?) endete; am nächsten liegt indessen, ναστός und νένασμαι als Analogiebildungen (nach παστός, πέπασμαι?) zu erklären.
Etymology : Etymologie unbekannt; Beziehung zu νάκος wolliges Fell (s.d.) ist sachlich schwer zu begründen. Andere Kombination bei Sommer Lautst. 57. — Hierher als LW lat. naccae fullones, vielleicht aus *νάκται; Näheres bei W.-Hofmann s.v.
Page 2,291