συναράσσω: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνᾰράσσω:''' атт. συνᾰράττω<br /><b class="num">1)</b> сталкивать друг с другом (συναράσσεσθαι ἀλλήλοις Luc.);<br /><b class="num">2)</b> расшибать, разбивать, раздроблять друг о друга (κεφαλάς Hom. - in tmesi): συναράξαι τοῖς ὀδοῦσιν Luc. раздробить зубами, разгрызть; συναραχθέντων τῶν πλοίων Her. так как суда были разбиты;<br /><b class="num">3)</b> сокрушать, разрушать (πόλιν Eur.);<br /><b class="num">4)</b> сталкиваться друг с другом (συναράττοντες ἄνεμοι Arst.). | |elrutext='''συνᾰράσσω:''' атт. συνᾰράττω<br /><b class="num">1)</b> сталкивать друг с другом (συναράσσεσθαι ἀλλήλοις Luc.);<br /><b class="num">2)</b> расшибать, разбивать, раздроблять друг о друга (κεφαλάς Hom. - in tmesi): συναράξαι τοῖς ὀδοῦσιν Luc. раздробить зубами, разгрызть; συναραχθέντων τῶν πλοίων Her. так как суда были разбиты;<br /><b class="num">3)</b> [[сокрушать]], [[разрушать]] (πόλιν Eur.);<br /><b class="num">4)</b> сталкиваться друг с другом (συναράττοντες ἄνεμοι Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:30, 19 August 2022
English (LSJ)
Att. συναράττω, A dash together, dash in pieces, crush, Hom. only in tmesi, σύν κεν ἄραξ' ἡμέων κεφαλάς Od.9.498; σὺν δ' ὀστέ' ἄραξεν πάντ' ἄμυδις Il.12.384; σ. οἶκον E.HF1142; σ. τινὰ λίθοις, ὀδοῦσι, D.H.8.59, Luc.VH1.30; σ. τοὺς ἵππους D.H.5.15:—Pass., to be dashed in pieces, σύν τ' ὀστέ' ἀράχθη Od.5.426; συναραχθέντων τῶν πλοίων, by the storm, Hdt.7.170; συναράσσονται κεφαλάς have their heads broken, Id.2.63; -ομένων ὀδόντων Pancrat.Oxy.1085.19; νῆσοι σ. ἀλλήλαις Luc.VH1.41. 2 intr., dash together, of winds, Arist.Mu.397a20: of enemies, σφίσιν αὐτοῖς D.C.73.15. II beat or hammer together, make fast, A.R.2.614, 3.1318; συνάρηρε is v.l., v. EM237.58.
German (Pape)
[Seite 1003] att. -ττω, zusammen- od. gegeneinanderschlagen, zerschmettern; als Tmesis rechnet man hierher σὺν δ' ὀστέ' ἄραξεν πάντ' ἄμυδις, Il. 12, 384 u. öfter, wie σύν κεν ἄραξ' ἡμέων κεφαλάς, Od. 9, 498, ἦ γὰρ συνήραξ' οἶκον, Eur. Herc. Fur. 1142, vgl. Heracl. 379; pass., Her. 7, 170, συναράσσεσθαι κεφαλάς 2, 63; – zusammenfügen, An. Rh. 2, 616.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰράσσω: Ἀττικ. -ττω· ὁμοῦ κτυπῶ, συγκρούω, συντρίβω, παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τμήσει, σύν κεν ἄραξ’ ἡμέων κεφαλὰς Ὀδ. Ι. 498· σὺν δ’ ὀστέ’ ἄραξεν πάντ’ ἄμυδις Ἰλ. Μ. 384· σ. οἶκον, πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1142, Ἡρακλ. 378· σ. τινὰ λίθοις, ὁδοῦσι Διον. Ἁλ. 8. 59, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30· σ. τοὺς ἵππους Διον. Ἁλ. 5. 15· ― Παθητ., συντρίβομαι, σὺν τ’ ὀστέ’ ἀράχθη Ὀδ. Ε. 426· συναραχθέντων τῶν πλοίων, ἐκ τῆς τρικυμίας, Ἡρόδ. 7. 170· συναράσσεσθαι κεφαλὰς ὁ αὐτ. 2. 63· νῆσοι σ. ἀλλήλαις Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 4, 1. 2) ἀμετάβ., συγκρούομαι, Λατ. cobidi, ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· ἐπὶ πολεμίων, Δίων Κ. 73. 15. ΙΙ. σφυρηλατῶ ὁμοῦ, συνάπτω στερεῶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 614, Γ. 1318· ἀλλὰ συνάρηρε εἶναι ἡ πιθαν. γραφή, ἴδε Ὀδ. Ε. 248, Ἐτυμολ. Μέγ. 237. 58.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. part. συνηραγμένος;
heurter l’un contre l’autre ; briser, détruire : τι qch (une maison, une ville, etc.) ; τινα ὀδοῦσι LUC déchirer qqn avec les dents.
Étymologie: σύν, ἀράσσω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συναράττω Α
1. συγκρούω, συντρίβω
2. σφυρηλατώ, συνάπτω στέρεα («χάλκεον ἱστοβοῆα θοὴ συνάρασσε κορώνη», Απολλ. Ρόδ.)
3. (αμτβ.) (για ανέμους) συγκρούομαι («συναραττόντων ἀνέμων παντοίων», Αριστοτ.)
4. φρ. α) «συναράσσω τινὰ λίθοις» — λιθοβολώ κάποιον
β) «συναράσσω ὀδοῦσι» — συνθλίβω με τα δόντια
γ) «συναράσσω πόλεμον» — διεξάγω πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀράσσω «χτυπώ, συγκρούω, συντρίβω»].
Greek Monotonic
συνᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, χτυπώ μαζί, συγκρούω, συντρίβω, κόβω σε κομμάτια, κατατεμαχίζω, θρυμματίζω, διασκορπίζω, σε Όμηρ.· συναράσσω οἶκον, πόλιν, σε Ευρ. — Παθ., διασκορπίζομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· συναράσσεσθαι κεφαλάς, συγκρούστηκαν τα κεφάλια τους, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰράσσω: атт. συνᾰράττω
1) сталкивать друг с другом (συναράσσεσθαι ἀλλήλοις Luc.);
2) расшибать, разбивать, раздроблять друг о друга (κεφαλάς Hom. - in tmesi): συναράξαι τοῖς ὀδοῦσιν Luc. раздробить зубами, разгрызть; συναραχθέντων τῶν πλοίων Her. так как суда были разбиты;
3) сокрушать, разрушать (πόλιν Eur.);
4) сталкиваться друг с другом (συναράττοντες ἄνεμοι Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ᾰράσσω, Att. συναράττω, ook in tmesis, in elkaar beuken, stukslaan, verbrijzelen:; σ. οἶκον het huis totaal vernielen Eur. HF 1142; pass. met acc. resp.. κεφαλάς … συναράσσονται hun hoofden werden stukgeslagen Hdt. 2.63.3.
Middle Liddell
attic -ττω fut. ξω
to dash together, dash in pieces, shiver, shatter, Hom.; ς. οἶκον, πόλιν Eur.: —Pass. to be shattered, Od., Hdt.; συναράσσεσθαι κεφαλάς to have their heads dashed together, Hdt.