ἀστεργής: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀστεργής:'''<br /><b class="num">1)</b> неприязненный, враждебный (ὀργὴ θεᾶς Soph.);<br /><b class="num">2)</b> неприятный, мучительный (ἀστεργὲς οὐδὲν [[παθεῖν]] Soph.). | |elrutext='''ἀστεργής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неприязненный]], [[враждебный]] (ὀργὴ θεᾶς Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[неприятный]], [[мучительный]] (ἀστεργὲς οὐδὲν [[παθεῖν]] Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[στέργω]]<br />without [[love]], [[implacable]], [[hateful]], Soph. | |mdlsjtxt=[[στέργω]]<br />without [[love]], [[implacable]], [[hateful]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 19 August 2022
English (LSJ)
ές, A without love, implacable, ὀργή S.Aj.776; ἀ. τι παθεῖν something intolerable, Id.OT229. II repellent, Hp.Gland.16; unyielding, -έστερον ξύλον Id.Fract.16 (s.v.l.), cf. Ruf. ap. Orib.49.28.3.
German (Pape)
[Seite 375] ές, lieblos, feindselig, ὀργὴ θεᾶς Soph. Ai. 764; οὐδὲν ἀστεργὲς πείσεται O. R. 229.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεργής: -ές, μὴ ἐπιθυμητός, φοβερός, ἀστεργῆ θεᾶς ἐκτήσατ’ ὀργὴν Σοφ. Αἴ. 776· πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν ἀστεργὲς οὐδὲν, ἄλλο μὲν οὐδὲν δυσάρεστον, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 229.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 haineux, implacable;
2 non aimable, pénible, intolérable.
Étymologie: ἀ, στέργω.
Spanish (DGE)
-ές
I poco acogedor, rígido τὸ ἄρσεν (σῶμα) Hp.Gland.16
•que es desagradable por su rigidez ξύλον Hp.Fract.16, Ruf. en Orib.49.29.3, ἀ. γὰρ τοῖσι νεύροισι ἡ σκληρὴ κοίτη Aret.CA 1.1.2.
II fig.
1 implacable ὀργή S.Ai.776, χρόνος Lyc.311, χόλος Lyc.1166, τὰς ... δίκας ... ῥητρεύοντος ἀστεργεῖ τρόπῳ Lyc.1400.
2 insoportable, ingrato πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν ἀστεργὲς οὐδέν S.OT 229.
Greek Monolingual
ἀστεργής, -ές (Α) στέργω
1. ο χωρίς στοργή, ο άκαμπτος
2. ο φοβερός ο ανυπόφορος
3. ο αποκρουστικός.
Greek Monotonic
ἀστεργής: -ές (στέργω), ανεπιθύμητος, αδυσώπητος, μισητός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστεργής:
1) неприязненный, враждебный (ὀργὴ θεᾶς Soph.);
2) неприятный, мучительный (ἀστεργὲς οὐδὲν παθεῖν Soph.).
Middle Liddell
στέργω
without love, implacable, hateful, Soph.