ἐπαναπαύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(cc1)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπαναπαύομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> почивать, покоиться (ἐπί τινα NT);<br /><b class="num">2)</b> опираться (τῷ νόμῳ NT).
|elrutext='''ἐπαναπαύομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[почивать]], [[покоиться]] (ἐπί τινα NT);<br /><b class="num">2)</b> опираться (τῷ νόμῳ NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:20, 19 August 2022

German (Pape)

[Seite 900] auf Etwas ausruhen, ruhen, τινί, Hdn. 2, 1, 2 u. a. Sp., bes. N. T.

English (Strong)

middle voice from ἐπί and ἀναπαύω; to settle on; literally (remain) or figuratively (rely): rest in (upon).

Greek Monolingual

(AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι)
μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις του υπουργού»)
νεοελλ.
1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία
2. το ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους)
μσν.
ενεργ.
1. ανακουφίζω κάποιον
2. μέσ. περνώ με μακαριότητα τη μετά θάνατο ζωή
3. (λογ.) μέσ. βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάτι
4. μέσ. ξενοιάζω, ησυχάζω
αρχ.
1. ακουμπώ, στηρίζω κάπου
2. μέσ. μένω ικανοποιημένος, αρκούμαι σε κάτι
3. (ειδ. για μηχανή) σταματώ, κάνω στάση
4. παραμένω, διαμένω.

Greek Monotonic

ἐπαναπαύομαι: Μέσ., ξεκουράζομαι πάνω σε κάτι, στηρίζομαι πάνω του, τινι και ἐπί τινα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναπαύομαι:
1) почивать, покоиться (ἐπί τινα NT);
2) опираться (τῷ νόμῳ NT).

Middle Liddell


Mid. to rest upon, depend upon, τινι and ἐπί τινα NTest.

Chinese

原文音譯:™panapaÚomai 誒普-安那-袍哦買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-向上-停止 相當於: (נוּחַ‎ / נָחָה‎) (שָׁעַן‎)
字義溯源:倚靠,信賴,決定,將要臨,臨;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(ἀναπαύω)=舒暢)組成;其中 (ἀναπαύω)又由(ἀνά)*=上)與(παύω)*=止住)組成。參讀 (ἀναπαύω)同義字
出現次數:總共(2);路(1);羅(1)
譯字彙編
1) 倚靠(1) 羅2:17;
2) 將要臨(1) 路10:6