ἐπήτριμος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
m (Text replacement - "neut. pl. as Adv." to "neuter plural as adverb")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπήτρῐμος:'''<br /><b class="num">1)</b> плотный, густой, частый (δράγματα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> многочисленный (πυρσοὶ ἐπήτριμοι Hom.): πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι πίπτουσιν Hom. множество (ахейцев) беспрерывно гибнет.
|elrutext='''ἐπήτρῐμος:'''<br /><b class="num">1)</b> плотный, густой, частый (δράγματα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[многочисленный]] (πυρσοὶ ἐπήτριμοι Hom.): πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι πίπτουσιν Hom. множество (ахейцев) беспрерывно гибнет.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπ-ήτρῐμος, ον [[ἤτριον]]<br />[[properly]], [[woven]] [[upon]], [[closely]] [[woven]]: then, [[close]]-[[thronged]], one [[upon]] [[another]], Il.
|mdlsjtxt=ἐπ-ήτρῐμος, ον [[ἤτριον]]<br />[[properly]], [[woven]] [[upon]], [[closely]] [[woven]]: then, [[close]]-[[thronged]], one [[upon]] [[another]], Il.
}}
}}

Revision as of 13:45, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπήτρῐμος Medium diacritics: ἐπήτριμος Low diacritics: επήτριμος Capitals: ΕΠΗΤΡΙΜΟΣ
Transliteration A: epḗtrimos Transliteration B: epētrimos Transliteration C: epitrimos Beta Code: e)ph/trimos

English (LSJ)

ον, (ἤτριον) prop. A woven to, closely woven: hence, generally, close, thronged, πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι torch upon torch, Il.18.211; δράγματα . . ἐ. πῖπτον ἔραζε ib.552; λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι . . πίπτουσι too many one after another, 19.226, cf. A.R. 1.30, etc.: later in sg., κῦμα Q.S.14.248; ὄχλος Opp.C.3.382: neuter plural as adverb, ib.1.322, al.

German (Pape)

[Seite 921] (ἤτριον, also eigtl. angewebt), dicht an einander, πυρσοὶ ἐπήτριμοι, Fackel an Fackel gedrängt, Il. 18, 211, vgl. 18, 552; von der Zeit, ἔπιπτον ἐπ., schnell nach einander, 19, 226; sp. Ep., wie Ap. Rh. 1, 30. Nach Hesych., wie π υκνός, verständig, v.l. ἐπήτριος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπήτρῐμος: -ον, (ἤτριον) κυρίως μὲν παρυφασμένος, πυκνῶς συνυφασμένος, καθόλου δὲ πυκνός, ἐπάλληλος· πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι Ἰλ. Σ. 211· δράγματα δ’ ἄλλα μετ’ ὄγμον ἐπήτριμα πῖπτον ἔραζε, ἔπιπτον ἀλλεπάλληλα ἐπὶ τῆς γῆς, αὐτόθι 552· λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι... πίπτουσι Τ. 226.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu serré ; dru, pressé, nombreux.
Étymologie: ἐπί, ἤτριον.

English (Autenrieth)

thick together, numerous; πίπτειν, ‘thick and fast,’ Il. 19.226, Il. 18.211, 552.

Greek Monolingual

ἐπήτριμος, -ον (Α)
1. ο πυκνοϋφασμένος
2. γεν. πυκνός, ο ένας κοντά στον άλλο, αλλεπάλληλος («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήτριον «στημόνι» + επίθημα -ιμος].

Greek Monotonic

ἐπήτρῐμος: -ον (ἤτριον), κυρίως, υφαντός, υφασμένος πάνω σε (παρυφασμένος), πυκνά συνυφασμένος· έπειτα, πυκνός, αλλεπάλληλος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπήτρῐμος:
1) плотный, густой, частый (δράγματα Hom.);
2) многочисленный (πυρσοὶ ἐπήτριμοι Hom.): πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι πίπτουσιν Hom. множество (ахейцев) беспрерывно гибнет.

Middle Liddell

ἐπ-ήτρῐμος, ον ἤτριον
properly, woven upon, closely woven: then, close-thronged, one upon another, Il.