ἰάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰάσιμος:''' (ῑᾱ), ион. [[ἰήσιμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[излечимый]], [[исцелимый]] ([[τραῦμα]] Plat.; ὁποίοις φαρμάκοις Aesch.; νοσήματα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> поправимый (ἁμαρτήματα, κακά Plat.; πλημμελήματα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> могущий исправиться: [[ἐάν]] τε ἰ. [[ἐάν]] τε [[ἀνίατος]] δοκῇ εἶναι Plat. (указывать), представляется ли, что (осужденный) может исправиться, или что он неисправим;<br /><b class="num">4)</b> могущий быть умилостивленным, умолимый ([[θεός]] Eur.).
|elrutext='''ἰάσιμος:''' (ῑᾱ), ион. [[ἰήσιμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[излечимый]], [[исцелимый]] ([[τραῦμα]] Plat.; ὁποίοις φαρμάκοις Aesch.; νοσήματα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[поправимый]] (ἁμαρτήματα, κακά Plat.; πλημμελήματα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> могущий исправиться: [[ἐάν]] τε ἰ. [[ἐάν]] τε [[ἀνίατος]] δοκῇ εἶναι Plat. (указывать), представляется ли, что (осужденный) может исправиться, или что он неисправим;<br /><b class="num">4)</b> могущий быть умилостивленным, умолимый ([[θεός]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰάσιμος]], ον [[ἰάομαι]]<br />to be cured, [[curable]], opp. to [[ἀνίατος]], Aesch., Plat., etc.: metaph. appeasable, Eur.
|mdlsjtxt=[[ἰάσιμος]], ον [[ἰάομαι]]<br />to be cured, [[curable]], opp. to [[ἀνίατος]], Aesch., Plat., etc.: metaph. appeasable, Eur.
}}
}}

Revision as of 13:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰάσιμος Medium diacritics: ἰάσιμος Low diacritics: ιάσιμος Capitals: ΙΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: iásimos Transliteration B: iasimos Transliteration C: iasimos Beta Code: i)a/simos

English (LSJ)

[ῑᾱ], Ion. ἰήσιμος, ον, (ἰάομαι) A curable, of persons, φαρμάκοις A.Pr.475, cf. Hp.Morb.Sacr.11; opp. ἀνίατος, Pl.Lg.941d, etc.; διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὤν Antipho 4.2.4: metaph., appeasable, θεός E. Or.399. 2 of wounds, τραῦμα ἰάσιμον. Pl.Lg.878c: metaph., ἰάσιμον ἁμάρτημα Id.Grg.525b; κακά Id.Lg.731d; ἰ. τὸ πάθος Alex.124.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἰάσιμος: ῑᾱ, ον, (ἰάομαι) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, θεραπεύσιμος, εὐθεράπευτος, ἀντίθ. τῷ ἀνίατος, ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, τραῦμα ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον ἁμάρτημα ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ πάθος Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
guérissable.
Étymologie: ἰάομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, -ον)
(για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος
αρχ.
αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ θεός, ἀλλ' ὅμως ἰάσιμος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίασις + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βρώσιμος, πόσιμος)].

Greek Monotonic

ἰάσιμος: [ῑᾱ], -ον (ἰάομαι), αυτός που μπορεί να γιατρευτεί, θεραπεύσιμος, αντίθ. προς το ἀνίατος, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., αυτός που καταπραΰνεται εύκολα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἰάσιμος: (ῑᾱ), ион. ἰήσιμος 2
1) излечимый, исцелимый (τραῦμα Plat.; ὁποίοις φαρμάκοις Aesch.; νοσήματα Plut.);
2) поправимый (ἁμαρτήματα, κακά Plat.; πλημμελήματα Plut.);
3) могущий исправиться: ἐάν τε ἰ. ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Plat. (указывать), представляется ли, что (осужденный) может исправиться, или что он неисправим;
4) могущий быть умилостивленным, умолимый (θεός Eur.).

Middle Liddell

ἰάσιμος, ον ἰάομαι
to be cured, curable, opp. to ἀνίατος, Aesch., Plat., etc.: metaph. appeasable, Eur.