νεφώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεφώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> нагоняющий тучи, облачный (ὁ [[Νότος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> (как бы) окутанный облаком, т. е. приглушенный, глухой ([[φωνή]] Arst.).
|elrutext='''νεφώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нагоняющий тучи]], [[облачный]] (ὁ [[Νότος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> (как бы) окутанный облаком, т. е. приглушенный, глухой ([[φωνή]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεφ-ώδης, ες [[νέφος]] = [[νεφοειδής]], Strab.]
|mdlsjtxt=νεφ-ώδης, ες [[νέφος]] = [[νεφοειδής]], Strab.]
}}
}}

Revision as of 16:25, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφώδης Medium diacritics: νεφώδης Low diacritics: νεφώδης Capitals: ΝΕΦΩΔΗΣ
Transliteration A: nephṓdēs Transliteration B: nephōdēs Transliteration C: nefodis Beta Code: nefw/dhs

English (LSJ)

ες, A = νεφοειδής, like a cloud, Str.3.2.7. II cloudy, bringing clouds, ὁ νότος Arist.Pr.942a35. 2 of the voice, husky, Id.Aud.800a14.

Greek (Liddell-Scott)

νεφώδης: -ες, = νεφοειδής, ὅμοιος πρὸς νέφος, Στράβ. 145. ΙΙ. συννεφώδης, ἐγείρων ἢ φέρων σύννεφα, ὁ νότος Ἀριστ. Προβλ. 26. 20. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς, ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 3.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ νεφώδης, -ῶδες) νέφος
1. όμοιος με νέφος, νεφοειδής
2. αυτός που προκαλεί συννεφιά, που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ νότος ὅταν μὲν ἐλάττων ἦ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης», Αριστοτ.)
νεοελλ.
καλυμμένος με νέφη, συννεφιασμένος
αρχ.
(για φωνή) βραχνή, βαθιά («τῶν δὲ φωνῶν τυφλαί... καὶ νεφώδεις ὅσαι τυγχάνουσιν αὐτοῦ καταπεπνιγμέναι», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

νεφώδης: -ες (νέφος), = νεφοειδής, όμοιος με νέφος, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

νεφώδης:
1) нагоняющий тучи, облачный (ὁ Νότος Arst.);
2) (как бы) окутанный облаком, т. е. приглушенный, глухой (φωνή Arst.).

Middle Liddell

νεφ-ώδης, ες νέφος = νεφοειδής, Strab.]