περίβλημα: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίβλημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> покров, оболочка Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[стена]] (γήϊνα περιβλήματα καὶ [[λίθινα]] Plat.). | |elrutext='''περίβλημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[покров]], [[оболочка]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[стена]] (γήϊνα περιβλήματα καὶ [[λίθινα]] Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περίβλημα -ατος, τό [περιβάλλω] versterkte omheining. | |elnltext=περίβλημα -ατος, τό [περιβάλλω] versterkte omheining. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 19 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A garment, Arist.Pr.870a27, LXXNu.31.20, Democr.Eph.1; as name of a particular garment, PCair.Zen.92.2 (iii B.C.); = Lat. palla, Gloss.; τὰ ἐν Διονύσου π. actors' robes, Max.Tyr.7.10; π. σαρκῶν Ph.1.281; of a membrane, Gal.UP7.3. II = περίβολος 11.2, Ph.2.148; enceinte, fortification, Pl.Plt. 288b.
German (Pape)
[Seite 570] τό, Alles, was man umwirft, Umhüllung, Bedeckung; Plat. Polit. 288 b; περσικά, Ath. XII, 525 d.
Greek (Liddell-Scott)
περίβλημα: τό, ὃ περιβάλλεταί τις, ὡς τὸ περιβόλαιον (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 288Β, πρβλ. Δημόκριτ. Ἐφέσιον παρ’ Ἀθην. 525D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 144.
Greek Monolingual
το, ΝΑ περιβάλλω
νεοελλ.
1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα»)
2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία ενός χώρου
3. κάλυμμα που σκεπάζει δακτυλιοειδή χώρο γύρω από τον κύλινδρο της ατμομηχανής στον οποίο κυκλοφορεί ο ατμός του λέβητα
4. φρ. «περίβλημα πλοίου»
ναυτ. εξωτερική επικάλυψη ενός σκάφους από επηγκενίδες ή μεταλλικά ελάσματα ώστε να εξασφαλιστεί η στεγανότητα του πλοίου
5. βοτ. άλλη ονομασία του θεμελιώδους μεριστώματος
αρχ.
1. αυτό με το οποίο περιβάλλει κανείς το σώμα του, ένδυμα («πολυτελέστατον ἐν τοῖς περσικοῖς περιβλήμασιν», Δημόκρ.)
2. ονομασία ιδιαίτερου ενδύματος
2. μεμβράνη
3. περιφραγμένος χώρος
4. περιτοίχισμα, οχύρωμα
5. φρ. «τὰ ἐν Διονύσου περιβλήματα» — τα κοστούμια τών ηθοποιών (Μάξ. Τυρ.).
Russian (Dvoretsky)
περίβλημα: ατος τό
1) покров, оболочка Arst.;
2) стена (γήϊνα περιβλήματα καὶ λίθινα Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίβλημα -ατος, τό [περιβάλλω] versterkte omheining.