ἀνέδην: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνέδην:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> открыто, свободно, беспрепятственно (ξυγγενέσθαι τινί Plat.): ἀ. [[ὅδε]] [[χῶρος]] ἐρύκεται Soph. доступ сюда свободен;<br /><b class="num">2)</b> напрямик, без обиняков ([[φάναι]] [[οὕτω]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[обильно]], [[вдоволь]] (ἀπολαύειν τινός Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> во всю мочь, неудержимо (φεῦγειν διὰ κῦμ᾽ [[ἅλιον]] Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> [[неистово]], [[разнузданно]] (βακχεύειν Anth.): [[πομπεία]] ἀ. γενομένη Dem. развязное глумление.
|elrutext='''ἀνέδην:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> открыто, свободно, беспрепятственно (ξυγγενέσθαι τινί Plat.): ἀ. [[ὅδε]] [[χῶρος]] ἐρύκεται Soph. доступ сюда свободен;<br /><b class="num">2)</b> [[напрямик]], [[без обиняков]] ([[φάναι]] [[οὕτω]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[обильно]], [[вдоволь]] (ἀπολαύειν τινός Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[во всю мочь]], [[неудержимо]] (φεῦγειν διὰ κῦμ᾽ [[ἅλιον]] Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> [[неистово]], [[разнузданно]] (βακχεύειν Anth.): [[πομπεία]] ἀ. γενομένη Dem. развязное глумление.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:02, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέδην Medium diacritics: ἀνέδην Low diacritics: ανέδην Capitals: ΑΝΕΔΗΝ
Transliteration A: anédēn Transliteration B: anedēn Transliteration C: anedin Beta Code: a)ne/dhn

English (LSJ)

Adv., (ἀνίημι) A let loose, freely, without restraint, Pl.Prt. 342c, S.Ph.1153 (lyr.); ἀ. φεύγειν flee pell-mell, A.Supp.14; τῆς πομπείας τῆς ἀ. γεγενημένης D.18.11; ἀ. βακχεύειν AP6.172; ἀ. καὶ ὡς ἔτυχε Ael.NA3.9. 2 licentiously, violently, Plb.15.20.3. II without more ado, simply, absolutely, Pl.Grg.494e; straightforwardly, ἀ. ἐρωτᾶν Ps.-Alex.Aphr.inSE101.22.

German (Pape)

[Seite 220] (ἀνίημι), losgelassen (VLL. ἐκκεχυμένως, nach B. A. 400 von den Pferden entlehnt), ungehemmt, ungehindert, φεύγειν Aesch. Suppl. 14; Plat. Prot. 342 c; βακχεύειν Agath. 31 (VI, 172); ganz u. gar, ὅδε ὁ χῶρος ἀνέδην ἐρύκεται Soph. Phil. 1138; ganz offen, πομπεία ἀνέδην γενομένη Dem. 1 8, 11; schlechthin, ohne weiteres, ὃς ἂν φῇ ἀνέδην οὕτω τοὺς χαίροντας εὐδαίμονας εἶναι καὶ μὴ διορίζηται Plat. Gorg. 404 e; ἐξέσται λαμβάνειν Din. 1, 46; Sp. bes. vom reichlichen Essen, ἀπέλαυσαν τῶν ἐκ τῆς χώρας Pol. 2, 5, 6; ἀναίδην, schamlos, ist eine zw. Lesart dafür.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέδην: ἐπίρρ. (ἀνίημι), ἀνέτως, ἐλευθέρως, ἀκωλύτως, Πλάτ. Πρωτ. 342C· ἀν. φεύγειν, Λατ. effuse fugere, Αἰσχύλ. Ἱκ. 14· τῆς πομπείας τῆς ἀνέδην οὑτωσὶ γεγενημένης Δημ. 229. 3· ἀνέδην καὶ ὡς ἔτυχε, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9: - ῥαθύμως, ἀμελῶς. Σοφ. Φ. 1153· πρβλ. ἐρύκω II. 4: - ἀκολάστως, βιαίως, ἀνέδην καὶ θηριωδῶς ὥρμησαν Πολύβ. 15. 20, 3. κτλ. ΙΙ. ἄνευ περαιτέρω φροντίδος, ἁπλῶς ἀπολύτως, Πλάτ. Γοργ. 494Ε. (Ὁ τύπος ἀναίδην εἶναι ἐσφαλμ. γραφή).

French (Bailly abrégé)

adv.
en laissant aller, librement, sans contrainte.
Étymologie: ἀνίημι, -δην.

Spanish (DGE)

adv.
1 libremente, sin trabas φεύγειν A.Supp.14, συγγενέσθαι Pl.Prt.342c, ὀχεύειν Plu.2.290b, μίγνυσθαι Ael.NA 3.9, ἀ. περιποτᾶται Lyd.Ost.8, κλέψαι Procop.Arc.22.4
en forma poco estricta ἀ. ὅδε χῶρος ἐρύκεται S.Ph.1153
desenfrenadamente τῆς δὲ πομπείας ταύτης τῆς ἀνέδην γεγενημένης D.18.11, ἀ. βάκχευεν AP 6.172, διώκειν ἀ. τὰς ἡδονάς Arist.EN 1151a23, ἀ. ὑπερηφανοῦντες Phld.Vit.p.29
sin escrúpulos ἀ. πολλοὺς ἐλύπει Plb.10.26.5, ἀ. καὶ θηριωδῶς Plb.15.20.3.
2 sin más, simplemente ὃς ἂν φῇ ἀνέδην οὕτω τοὺς χαίροντας ... εὐδαίμονας εἶναι el que dice así, simplemente, que los que gozan ... son felices Pl.Grg.494e
directamente εἰ ἐρωτηθείησαν ἀνέδην Alex.Aphr.in SE 101.22.

Greek Monolingual

ἀνέδην επίρρ. (Α)
1. άνετα, ελεύθερα, ανεμπόδιστα
2. βίαια
3. αχαλίνωτα, ακόλαστα
4. αφρόντιστα, ανέμελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανίημι «σηκώνω, ελευθερώνω, αμελώ» + (κατάλ.) -δην].

Greek Monotonic

ἀνέδην: επίρρ. (ἀνίημι),
I. άνετα, ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς, σε Πλάτ., Δημ.· ράθυμα, απρόσεχτα, σε Σοφ.
II. χωρίς περαιτέρω φροντίδα, απλά, απόλυτα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέδην: adv.
1) открыто, свободно, беспрепятственно (ξυγγενέσθαι τινί Plat.): ἀ. ὅδε χῶρος ἐρύκεται Soph. доступ сюда свободен;
2) напрямик, без обиняков (φάναι οὕτω Plat.);
3) обильно, вдоволь (ἀπολαύειν τινός Polyb.);
4) во всю мочь, неудержимо (φεῦγειν διὰ κῦμ᾽ ἅλιον Aesch.);
5) неистово, разнузданно (βακχεύειν Anth.): πομπεία ἀ. γενομένη Dem. развязное глумление.

Middle Liddell

ἀνίημι
I. let loose, freely, without restraint, Plat., Dem.:— remissly, carelessly, Soph.
II. without more ado, absolutely, Plat.

English (Woodhouse)

freely, unrestrainedly, in a slovenly way, without restraint, without restriction

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)