ἐπουριάζω: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπουριάζω:''' (о попутном ветре)<br /><b class="num">1)</b> гнать, мчать вперед (τὰ ἀκάτια Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[надувать]] (τὴν ὀθόνην Luc.).
|elrutext='''ἐπουριάζω:''' (о попутном ветре)<br /><b class="num">1)</b> [[гнать]], [[мчать вперед]] (τὰ ἀκάτια Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[надувать]] (τὴν ὀθόνην Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[ἐπουρίζω]]<br />to [[waft]] onwards, Luc.
|mdlsjtxt== [[ἐπουρίζω]]<br />to [[waft]] onwards, Luc.
}}
}}

Revision as of 17:20, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπουριάζω Medium diacritics: ἐπουριάζω Low diacritics: επουριάζω Capitals: ΕΠΟΥΡΙΑΖΩ
Transliteration A: epouriázō Transliteration B: epouriazō Transliteration C: epouriazo Beta Code: e)pouria/zw

English (LSJ)

(οὖρος) of a fair wind, A waft onwards, τὰ ἀκάτια Luc. Hist.Conscr.45; swell, τὴν ὀθόνην Id.Dom.12. II metaph., τὰ ὦτα ἐπουριάσας ἕνεκα πολυπράγμονος περιεργίας spreading out his ears to catch gossip, v.l. in Ph.2.4.

German (Pape)

[Seite 1010] = Folgdm, Luc. dom. 12; αὔρη ἐπουριάζουσα τὴν ὀθόνην, günstig das Segel schwellend, wie ἄνεμος ἐπουριάζων τὰ ἀκάτια, die Schiffe forttreiben, hist. conscr. 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπουριάζω: ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, κινῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, δεήσει γὰρ τότε ποιητικοῦ τινος ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45· κολπόω, φουσκώνω, τὴν ὀθόνην ὁ αὐτ. π. Οἴκ. 12.

French (Bailly abrégé)

enfler d’un vent favorable, acc..
Étymologie: ἐπί, οὐρία.

Greek Monolingual

ἐπουριάζω (Α)
1. (για ούριο άνεμο) ωθώ προς τα εμπρός («ποιητικοῦ τινος ἀνέμου ἐπουριάσαντος τὰ ἀκάτια», Λουκιαν.)
2. (για πανιά) φουσκώνω («εἰ βλέποι τὴν μὲν αὔραν κούφως ἐπουριάζουσαν τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουριάζω, αμάρτυρος τ. (< ούριος < ούρος «ευνοϊκός άνεμος»)].

Greek Monotonic

ἐπουριάζω: = το επόμ., κινώ προς τα εμπρός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπουριάζω: (о попутном ветре)
1) гнать, мчать вперед (τὰ ἀκάτια Luc.);
2) надувать (τὴν ὀθόνην Luc.).

Middle Liddell

= ἐπουρίζω
to waft onwards, Luc.