δυστυχής: Difference between revisions
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυστῠχής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[несчастливый]], [[несчастный]], [[злополучный]] ([[βίος]] Soph.; [[γυνή]] Eur.; sc. [[ἄνδρες]] Plat., Arst., Plut.): τά τ᾽ [[ἔνδον]] τά τε [[θύραζε]] δυστυχεῖς Eur. несчастные и в домашних обстоятельствах и во внешних делах;<br /><b class="num">2)</b> приносящий несчастье (κόραι = Ἐρινύες Eur.). | |elrutext='''δυστῠχής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[несчастливый]], [[несчастный]], [[злополучный]] ([[βίος]] Soph.; [[γυνή]] Eur.; sc. [[ἄνδρες]] Plat., Arst., Plut.): τά τ᾽ [[ἔνδον]] τά τε [[θύραζε]] δυστυχεῖς Eur. несчастные и в домашних обстоятельствах и во внешних делах;<br /><b class="num">2)</b> [[приносящий несчастье]] (κόραι = Ἐρινύες Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:10, 19 August 2022
English (LSJ)
ές, A unlucky, unfortunate, of persons and things, Th.7.87, Pl.Lg.832a, etc.; freq. in Trag., δυστυχῆ πράσσειν A.Th.339 (lyr.); δ. βίος S. El.602; δ. εἴς τι E.Ph.1642; τά τ' ἔνδον τά τε θύραζε δ. Id.Or.604; τὸ δυστυχές A.Ch.913. Adv. δυστυχῶς Id.Ag.1660, Pl.Lg.687e, etc. 2 of the Erinyes, κόραι δυστυχεῖς = ill-starred, harbingers of ill, A.Eu.791 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 689] ές, dem etwas mißlingt, unglücklich, von Aesch. an sowohl von Personen, Eum. 769, als von Sachen, δυστυχῆ πράσσει Spt. 321; βίος Soph. El. 602. So Plat. u. Folgde; δ. τί, in etwas, Eur. Or. 603.
Greek (Liddell-Scott)
δυστῠχής: -ές, ἀτυχής, δυστυχής, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Τραγ., Πλάτ. Νόμ. 832Α, κτλ.· δυστυχῆ πράσσειν Αἰσχύλ. Θήβ. 339· δ. βίος Σοφ. Ἠλ. 602· δ. εἴς τι Εὐρ. Φοίν. 1643· τά τ’ ἔνδον τά τε θύραζε δ. ὁ αὐτ. Ὀρ. 604· τὰ δυστυχῆ = δυστυχίαι, Αἰσχύλ. Χο. 913. ― Ἐπίρρ. -χῶς, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1660, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
malheureux, infortuné ; τὸ δυστυχές ESCHL le malheur.
Étymologie: δυσ-, τύχη.
Spanish (DGE)
(δυστῠχής) -ές
I 1infortunado, malhadado, desgraciado de pers., en sent. gener., Democr.B 286, E.Andr.6, Or.604, Ar.Ec.1103, Pl.Lg.832a, Thphr.Char.8.8, Men.Asp.418, I.AI 20.256, Ph.1.305, Aesop.49.3, Aristid.Or.25.24, Plu.2.474f, οἱ περιττοί (por causa de la envidia de los dioses), Arist.Metaph.983a1, de esclavos y prisioneros, D.S.3.13, Luc.Asin.24, δυστυχεστάτη γυναικῶν ἐγώ por causa del amor, X.Eph.2.11.2, ἔθνος Gr.Nyss.Flacill.480.2, c. εἰς y ac. εἰς ἅπαντα δ. ἔφυς E.Ph.1642, de abstr. βίος S.El.602, de una acción de guerra ἔργον τοῦτο ... τοῖς διαφθαρεῖσι δυστυχέστατον Th.7.87, αἱ πράξεις Antipho 2.1.10, πενία D.Chr.7.115, γενέσεις ... ταπειναὶ καὶ δυστυχεῖς Vett.Val.55.23
•subst. τό δ. el infortunio A.Ch.913, πολλὰ ... δυστυχῆ muchos infortunios A.Th.339, τῶν τότε πολέμων τὸ δ. Lyd.Mag.3.44.
2 miserable, pervertido, depravado τίς οὖν οὕτως δ. ἐστιν ὅστις ἑαυτόν, γονέας ... εἴνεκα κέρδους βραχέος προέσθαι βουλήσεται; D.14.32, φύσει δυστυχεῖς D.14.34, op. εὐφυής Isoc.7.49, de algunos jóvenes ἠλίθιοι καὶ δυστυχεῖς D.Chr.35.8, ἔσθ' οὕτω τις ἄφρων ἢ δ., ὅτῳ ...; Aristid.Or.6.11.
II ominoso, fatídico, aciago κόραι δυστυχεῖς Νυκτός de las Erinis, A.Eu.791, ὁ δ. δαίμων S.El.1156.
III adv. δυστυχῶς = desgraciadamente πεπληγμένοι A.A.1660, τελευτήσας Pl.Lg.687e, cf. Gr.Naz.M.35.869B.
Greek Monolingual
-ές και δύστυχος, -η, -ο (AM δυστυχής, -ές
Μ και δύστυχος, -ον)
Ι. αυτός που έχει κακή τύχη, που αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες ή δεινά
II. επίρρ. δυστυχώς (AM δυστυχώς)
με κακή τύχη, με μεγάλες δυσκολίες και βάσανα
νεοελλ.
(ως μονολεκτική απάντηση ή κρίση) κατά κακή τύχη, κρίμα που...
Greek Monotonic
δυστῠχής: -ές (τύχη),
1. ατυχής, δυστυχής, σε Τραγ. κ.λπ.· τὰ δυστυχῆ = δυστυχίαι, σε Αισχύλ.· επίρρ. -χῶς, στον ίδ.
2. κακότυχος, προάγγελος, πρόξενος κακών, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δυστῠχής:
1) несчастливый, несчастный, злополучный (βίος Soph.; γυνή Eur.; sc. ἄνδρες Plat., Arst., Plut.): τά τ᾽ ἔνδον τά τε θύραζε δυστυχεῖς Eur. несчастные и в домашних обстоятельствах и во внешних делах;
2) приносящий несчастье (κόραι = Ἐρινύες Eur.).
Middle Liddell
δυσ-τῠχής, ές τύχη
1. unlucky, unfortunate, Trag., etc.; τὰ δυστυχῆ = δυστυχίαι, Aesch.:—adv. -χῶς, Aesch.
2. ill-starred, harbinger of ill, Aesch.