παλίντιτος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5, $6 $7")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πᾰλίντῐτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отомщенный]], [[наказанный]]: παλίντιτα ἔργα Hom. возмездие;<br /><b class="num">2)</b> предполож. воздающий за труд, вознаграждающий, благотворный (πνεύματα Emped.).
|elrutext='''πᾰλίντῐτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отомщенный]], [[наказанный]]: παλίντιτα ἔργα Hom. возмездие;<br /><b class="num">2)</b> предполож. [[воздающий за труд]], [[вознаграждающий]], [[благотворный]] (πνεύματα Emped.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 08:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίντῐτος Medium diacritics: παλίντιτος Low diacritics: παλίντιτος Capitals: ΠΑΛΙΝΤΙΤΟΣ
Transliteration A: palíntitos Transliteration B: palintitos Transliteration C: palintitos Beta Code: pali/ntitos

English (LSJ)

ον, (τίνω) A done in requital, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Od.1.379. II Act., requiting, πνεύματα Emp.111.5.

German (Pape)

[Seite 450] zurückoergolten, wieder vergolten, gebüßt, gestraft; αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι, Od. 1, 379. 2, 144; – πνεύματα, Empedocl. bei D. L. 8, 59, wofür Suid. v. ἄπνους παλίντονα las.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίντῐτος: -ον, (τίνω) ὡς τὸ ἄντιτος, οὗ ἡ τίσις, τιμωρία γενήσεται ὕστερον, ἐν τῷ μέλλοντι, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Ὀδ. Α. 379, Β. 144. ΙΙ. μετ’ ἐνεργητικῆς σημασίας, παλίντιτα πνεύματ’ ἐπάξεις Ἐμπεδ. 403. - Παρὰ Σουίδ. ἐν λέξ. ἄπνους: παλίντονα πνεύματ’ ἐπάξεις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
payé en retour, puni.
Étymologie: πάλιν, τίω.

English (Autenrieth)

(τίνω): paid back, avenged; ἔργα, ‘works of retribution,’ Od. 1.379 and Od. 2.144.

Greek Monolingual

παλίντιτος, -ον (Α)
1. αυτός του οποίου η τιμωρία θα γίνει στο μέλλον
2. αυτός που ανταποδίδει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τίω «εκτιμώ, πληρώνω» (πρβλ. πολύ-τιτος)].

Greek Monotonic

πᾰλίντῐτος: -ον (τίνω) όπως το ἄντιτος, τιμωρητικός, εκδικητικός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίντῐτος:
1) отомщенный, наказанный: παλίντιτα ἔργα Hom. возмездие;
2) предполож. воздающий за труд, вознаграждающий, благотворный (πνεύματα Emped.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίντιτος -ον [πάλιν, τίνω] terugbetaald, betaald gezet, vergolden:. αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι in de hoop dat Zeus ooit vergelding laat geschieden Od. 1.379. vergeldend, compenserend:. παλίντιτα πνεύματα wrekende winden Emp. B 111.5.

Middle Liddell

πᾰλίν-τῐτος, ον, τίνω
like ἄντιτος, requited, avenged, Od.