ὑποκλύζω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(s. v.l.)" to "(s.v.l.)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5 $6")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑποκλύζω:'''<br /><b class="num">1)</b> (о море) подмывать, размывать (χθονὸς ἕδρανα Anth.);<br /><b class="num">2)</b> мед. промывать (τὸ [[σῶμα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> перен. наводнять, захлестывать (sc. τὴν ψυχήν Luc.).
|elrutext='''ὑποκλύζω:'''<br /><b class="num">1)</b> (о море) подмывать, размывать (χθονὸς ἕδρανα Anth.);<br /><b class="num">2)</b> мед. промывать (τὸ [[σῶμα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[наводнять]], [[захлестывать]] (sc. τὴν ψυχήν Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ύσω<br />to [[wash]] from [[below]], Anth.
|mdlsjtxt=fut. ύσω<br />to [[wash]] from [[below]], Anth.
}}
}}

Revision as of 08:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλύζω Medium diacritics: ὑποκλύζω Low diacritics: υποκλύζω Capitals: ΥΠΟΚΛΥΖΩ
Transliteration A: hypoklýzō Transliteration B: hypoklyzō Transliteration C: ypoklyzo Beta Code: u(poklu/zw

English (LSJ)

A wash from below, πόντος ὑ. χθονὸς ἕδρανα AP9.663 (Paul. Sil.); ὑ. τὸ σῶμα purge the body by a clyster, Plu.2.127c, cf. Hp.Morb.2.40; τὴν κοιλίην Aret.CA1.2; ὑ. τὴν πόλιν flush it, J.AJ 15.9.6. II Pass., to be submerged, A.R.1.533 (s.v.l.): metaph., to be flooded with mischief, Luc.Nigr.16.

German (Pape)

[Seite 1220] von unten ausspülen, reinigen, τὸ σῶμα, durch ein Klystier reinigen, Plut. u. Medic. – Übertr., ψυχῆς πάντοθεν ὑποκλυζομένης, überschwemmen, Luc. Nigr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλύζω: μέλλ. -ύσω, κλύζω, πλύνω, καθαρίζω κάτωθεν, Ἀνθ. Παλατ. 9. 668˙ τὸ σῶμα ὑποκαθαίρειν καὶ ὑποκλύζειν, καθαρίζειν τὸ σῶμα διὰ κλύσματος κάτωθεν, Πλούτ. 2. 127C˙Ϗ τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξέων Νούσ. Θεραπ. 1. 2˙ ὑπ. τὴν πόλιν, ὑποσκάπτειν αὐτήν, ὑπονομεύειν, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 6. ΙΙ . Παθ., κατακλύζομαι, βυθίζομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 533˙ μεταφ., ἐν Λουκ. Νιγρ. 10 «παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης πάντοθεν, αἰδὼς καὶ ἀρετή».

French (Bailly abrégé)

1 laver en dessous ou par le bas;
2 submerger, inonder.
Étymologie: ὑπό, κλύζω.

Greek Monolingual

ὑποκλύζω ΝΜΑ
κάνω κλύσμα, καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με κλύσμα («τὴν κοιλίην ὑποκλύζειν», Αρέτ.)
μσν.-αρχ.
πλημμυρίζω, ξεχειλίζωπόντος ὑποκλύζει χθονὸς ἕδρανα», Παύλ. Σιλ.)
αρχ.
1. (με αιτ.) υποσκάπτω, υπονομεύω («τὴν σύμπασαν ὑποκλύζειν πόλιν», Ιώσ.)
2. παθ. ὑποκλυζομαι
κατακλύζομαι, βυθίζομαι («παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης πάντοθεν αἰδὼς καὶ ἀρετή», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλύζω «πλημμυρίζω, ξεπλένω με νερό»].

Greek Monotonic

ὑποκλύζω: μέλ. -ύσω, καθαρίζω από το κάτω μέρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκλύζω:
1) (о море) подмывать, размывать (χθονὸς ἕδρανα Anth.);
2) мед. промывать (τὸ σῶμα Plut.);
3) перен. наводнять, захлестывать (sc. τὴν ψυχήν Luc.).

Middle Liddell

fut. ύσω
to wash from below, Anth.