λῆψις: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 , $5 $6") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῆψις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[хватательное движение]], [[хватание]] (αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων [[καλῶς]] ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[захват]], [[взятие]] (τῆς πόλεως Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> pl. ловля (τῶν ζῳδαρίων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[получение]] (τοῦ μισθοῦ Plat.);<br /><b class="num">5)</b> pl. поступление, доход Plat.;<br /><b class="num">6)</b> [[принятие]] (τοῦ μὲν λ., τοῦ δ᾽ [[ἀποβολή]] Arst.; [[δόσις]] καὶ λ. NT);<br /><b class="num">7)</b> лог. положение, исходное утверждение (τῆς ἀντιφάσεως Arst.);<br /><b class="num">8)</b> мед. [[приступ]] (sc. πυρετοῦ Arst.). | |elrutext='''λῆψις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[хватательное движение]], [[хватание]] (αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων [[καλῶς]] ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[захват]], [[взятие]] (τῆς πόλεως Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> pl. ловля (τῶν ζῳδαρίων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[получение]] (τοῦ μισθοῦ Plat.);<br /><b class="num">5)</b> pl. поступление, доход Plat.;<br /><b class="num">6)</b> [[принятие]] (τοῦ μὲν λ., τοῦ δ᾽ [[ἀποβολή]] Arst.; [[δόσις]] καὶ λ. NT);<br /><b class="num">7)</b> лог. [[положение]], [[исходное утверждение]] (τῆς ἀντιφάσεως Arst.);<br /><b class="num">8)</b> мед. [[приступ]] (sc. πυρετοῦ Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 08:39, 20 August 2022
English (LSJ)
εως, ἡ (later λῆμψις POxy.1088.45 (i A.D.), etc.), A taking hold, seizing, catching, ῥύγχος… πρὸς τὰς λ. τῶν ζῳδαρίων Arist.PA662b9; αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων καλῶς ἔχουσι πρὸς τὰς λ. καὶ πιέσεις ib.687b10; ἀπορώτερος ἡ λ. the seizure of them will be more difficult, Th.5.110; ἡ λ. τῆς πόλεως the seizure of it, Id.4.114, cf. 7.25. 2 accepting, receiving, ἥδιστον ὅτῳ πάρεστι λ. ὧν ἐρᾷ καθ' ἡμέραν S.Fr.356; ἡ τοῦ μισθοῦ λ. Pl.R.346d; opp. ἀπόδοσις, ib.332b; opp. ἀποβολαί (loss), Arist.Rh.1362a35 (pl.): in plural, receipts, Pl.R.343d, Alc.1.123a, Arist. EN1122a13, al. b taking of medicine, προλούσας πρὸ τῆς λ. POxy. l.c. II attack of fever or sickness, seizure, ἀπὸ τῆς πρώτης λ. Hp.Epid.1.6, cf. Morb.1.18, Arist.Pr.866a26. III in Logic, assumption (cf. λῆμμα ΙΙ), Id.APr.24a23, 24b11. 2 τῇ ἡμετέρᾳ λ. from our point of view, Ascl.Tact.7.8. IV choice of matter, in a poem, etc., Longin.10.3; cf. λῆμμα 111. V choice of pitch, in Music, Ocell.4.8, Aristid.Quint.1.11 bis. VI Geom., τὴν τοῦ κέντρου τοῦ ἐκκέντρου λ. the determination of the centre of the eccentric circle, Procl.Hyp.5.56.
Greek (Liddell-Scott)
λῆψις: -εως, ἡ, (λαμβάνω, λήψομαι) τὸ λαμβάνειν, ἁρπάζειν, πιάνειν, ῥύγχος... πρὸς τὰς λ. τῶν ζῳδαρίων Ἀριστ. π. Ζ· Μορ. 3. 1, 15· αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων καλῶς ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις καὶ πιέσεις αὐτόθι 4. 10, 25· ἀπορώτερος ἡ λ. τῆς πόλεως, ἡ κατάληψις, ἅλωσις αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν 4. 114, πρβλ. 7. 25. 2) ἀποδοχή, παραδοχή, τὸ λαμβάνειν, κτᾶσθαι, παραλαβή, ἥδιστον ὅτῳ πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ’ ἡμέραν Σοφ. Ἀποσπάσ. 326· ἡ τοῦ μισθοῦ λ. Πλάτ. Πολ. 346D ἀντίθετ. τῷ ἀπόδοσις αὐτόθι 332A· τῷ ἀποβολή, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 6· ἐν τῷ πληθ., παραλαβαί, εἰσπράξεις, Πλάτ. Πολ. 343D, Ἀλκ. 1. 123A, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 43, κι ἀλλ. II. προσβολὴ πυρετοῦ ἢ νόσου, ἀπὸ τῆς πρώτης λ. Ἱππ. Ἐπιδ. 944, πρβλ. 453. 40, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3, κ. ἀλλ. III. ἐν τῇ λογικῇ, τὸ λαμβάνειν τι ὡς δεδομένον, Λατ. sumptio (ἴδε λῆμμα ΙΙ), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 3 καὶ 4 IV. ἡ ἐκλογὴ ὕλης ἐν ποιήματι κλπ., Λογγῖν. 10· πρβλ λῆμμα ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de prendre, de s’emparer de;
2 action de recevoir : μισθοῦ PLAT un salaire.
Étymologie: R. Λαβ, cf. λαμβάνω.
Spanish
English (Thayer)
(L T Tr WH λῆμψις, see Mu), λήψεως, ἡ (λαμβάνω, λήψομαι) (from Sophocles and Thucydides down), a receiving: δόσις, 1.
Greek Monotonic
λῆψις: -εως, ἡ (λήψομαι)·
I. λήψη, αρπαγή, πιάσιμο, σε Θουκ.
2. αποδοχή, παραδοχή, παραλαβή, σε Πλάτ.· στον πληθ., εισπράξεις, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λῆψις: εως ἡ
1) хватательное движение, хватание (αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων καλῶς ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις Arst.);
2) захват, взятие (τῆς πόλεως Thuc.);
3) pl. ловля (τῶν ζῳδαρίων Arst.);
4) получение (τοῦ μισθοῦ Plat.);
5) pl. поступление, доход Plat.;
6) принятие (τοῦ μὲν λ., τοῦ δ᾽ ἀποβολή Arst.; δόσις καὶ λ. NT);
7) лог. положение, исходное утверждение (τῆς ἀντιφάσεως Arst.);
8) мед. приступ (sc. πυρετοῦ Arst.).
Middle Liddell
λῆψις, εως λήψομαι
1. a taking hold, seizing, catching, seizure, Thuc.
2. an accepting, receiving, Plat.; in plural receipts, Plat.
Chinese
原文音譯:lÁyij 累普西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:得(著)
字義溯源:受,信託,收到,領受;源自(λαμβάνω)*=拿,取)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 領受的(1) 腓4:15