εὐέφοδος: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐέφοδος:''' легко доступный, открытый для нападения (χωρία Xen.).
|elrutext='''εὐέφοδος:''' [[легко доступный]], [[открытый для нападения]] (χωρία Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-έφοδος, ον<br />[[easy]] to [[come]] at, [[assailable]], [[accessible]], of places, Xen.
|mdlsjtxt=εὐ-έφοδος, ον<br />[[easy]] to [[come]] at, [[assailable]], [[accessible]], of places, Xen.
}}
}}

Revision as of 11:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέφοδος Medium diacritics: εὐέφοδος Low diacritics: ευέφοδος Capitals: ΕΥΕΦΟΔΟΣ
Transliteration A: euéphodos Transliteration B: euephodos Transliteration C: evefodos Beta Code: eu)e/fodos

English (LSJ)

ον, A easy to come at or attack, assailable, accessible, of places, X.Cyr.2.4.13, Plb.1.26.2, etc. II easily conducted, ζήτησις S.E.M.7.25.

German (Pape)

[Seite 1066] leicht zugänglich, leicht anzugreifen, Xen. Cyr. 2, 4, 13, χωρία; Pol. 1, 26, 2 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέφοδος: -ον, εὐπρόσβλητος, εὐπρόσιτος, ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 13, Πολύβ. 1. 26, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un accès facile, facile à attaquer.
Étymologie: εὖ, ἔφοδος.

Greek Monolingual

εὐέφοδος, -ον (Α)
1. (για τόπους) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να γίνει έφοδος
2. αυτός που διευθύνεται εύκολα («εὐέφοδος συζήτησις», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επίθ. έφ-οδος «εκείνος στον οποίο υπάρχει πρόσβαση» (< επί + οδός)].

Greek Monotonic

εὐέφοδος: -ον, ευπρόσβλητος, ευκολοπλησίαστος, ευπρόσιτος, λέγεται για τόπους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐέφοδος: легко доступный, открытый для нападения (χωρία Xen.).

Middle Liddell

εὐ-έφοδος, ον
easy to come at, assailable, accessible, of places, Xen.