λεπτουργής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λεπτουργής:''' тонко сработанный, изящный ([[ἔσθος]] HH).
|elrutext='''λεπτουργής:''' [[тонко сработанный]], [[изящный]] ([[ἔσθος]] HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεπτ-ουργής, ές [*[[ἔργω]]<br />[[finely]] worked, Hhymn.
|mdlsjtxt=λεπτ-ουργής, ές [*[[ἔργω]]<br />[[finely]] worked, Hhymn.
}}
}}

Revision as of 11:28, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτουργής Medium diacritics: λεπτουργής Low diacritics: λεπτουργής Capitals: ΛΕΠΤΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: leptourgḗs Transliteration B: leptourgēs Transliteration C: leptourgis Beta Code: leptourgh/s

English (LSJ)

ές, A finely worked, ἔσθος h.Hom.31.14: cut up small, ῥίζαι Nic.Fr.70.10.

German (Pape)

[Seite 31] ές, fein gearbeitet; ἔσθος, H. h. 31, 14; ῥίζαι, klein geschnitten, Nic. bei Ath. IV, 133 d.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτουργής: -ές, λεπτῶς εἰργασμένος, ἔσθος Ὁμηρ. Ὕμ. 31. 14· ― λεπτός, ἀδύνατος, ῥίζαι Νικ. Ἀποσπ. 3. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
finement travaillé.
Étymologie: λεπτός, ἔργον.

Greek Monolingual

-ές (Α λεπτουργής, -ές)
επεξεργασμένος με λεπτότητα, με λεπτή τέχνη, τεχνουργημένος με κομψότητα (α. «λεπτουργής θήκη» β. «ἔσθος λεπτουργές», Ομ.Ύμν.)
αρχ.
λεπτός, ισχνός, αδύνατος («ῥίζας... λεπτουργέας», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο-Fεργής με σίγηση του F και συναίρεση < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -(F)εργής (< Fέργον), πρβλ. αληθουργής, νεουργής].

Greek Monotonic

λεπτουργής: -ές (ἔργω), πολύ λεπτά δουλεμένος, ψιλοδουλεμένος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

λεπτουργής: тонко сработанный, изящный (ἔσθος HH).

Middle Liddell

λεπτ-ουργής, ές [*ἔργω
finely worked, Hhymn.