συνεπικραδαίνω: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεπικρᾰδαίνω:''' одновременно трясти, шевелить (σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα ὅλα Xen.). | |elrutext='''συνεπικρᾰδαίνω:''' [[одновременно трясти]], [[шевелить]] (σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα ὅλα Xen.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[move]] [[backwards]] and forwards [[together]] with, Xen. | |mdlsjtxt=<br />to [[move]] [[backwards]] and forwards [[together]] with, Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 20 August 2022
English (LSJ)
A move backwards and forwards together with, σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα, of dogs near game, X.Cyn.6.16.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπικρᾰδαίνω: κινῶ, ἐπισείω πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁμοῦ μετά τινος, σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα συνεπικραδαίνουσι, ἐπὶ κυνῶν, ὅταν ὦσι περὶ τὸ θήραμα, Ξεν. Κυν. 6, 16.
French (Bailly abrégé)
secouer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπί, κραδαίνω.
Greek Monolingual
A
κραδαίνω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικραδαίνω «επισείω»].
Greek Monotonic
συνεπικρᾰδαίνω: σείω, κινώ προς τα εμπρός και προς τα πίσω μαζί με κάποιον, επισείω μαζί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνεπικρᾰδαίνω: одновременно трясти, шевелить (σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα ὅλα Xen.).