λευκανθής: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λευκανθής:''' белеющий или побелевший (σώματα Pind.; [[κάρα]] Soph.).
|elrutext='''λευκανθής:''' [[белеющий или побелевший]] (σώματα Pind.; [[κάρα]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκανθής Medium diacritics: λευκανθής Low diacritics: λευκανθής Capitals: ΛΕΥΚΑΝΘΗΣ
Transliteration A: leukanthḗs Transliteration B: leukanthēs Transliteration C: lefkanthis Beta Code: leukanqh/s

English (LSJ)

ές, A white-blossoming, Nic.Th.530: generally, blanched, white, καπνός Pi.N.9.23 (dub.); λ. κάρα S.OT742, cf. AP12.165 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 33] ές, weißblühend, ἄγνος Nic. Th. 530; weißschimmernd, σώματα Pind. N. 9, 23; κάρα, das schneeweiße Haupt des Greises, Soph. O. R. 742; vgl. Mel. 31 (XII, 165).

Greek (Liddell-Scott)

λευκανθής: -ές, (ἀνθέω) ἔχων λευκὸν ἄνθος, Νικ. Θηρ. 530· καθόλου, κατάλευκος, σώματα Πινδ. Ν. 9. 55· ἄρτι λευκανθὲς κάρα, δηλ. ὅπερ ἀρτίως ἤρχισε νὰ ἔχῃ λευκὰς τρίχας, Σοφ. Ο. Τ. 742, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 165.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 à fleur blanche;
2 fig. blanchi, blanc.
Étymologie: λευκός, ἄνθος.

English (Slater)

λευκανθής
   1 white flowering met. λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν (N. 9.23)

Greek Monolingual

-ές (AM λευκανθής, -ές)
(για φυτό) αυτός που έχει λευκά άνθη
αρχ.
μτφ. λευκός («χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -ανθής (< ἄνθός), πρβλ. μελανθής, φιλανθής].

Greek Monotonic

λευκανθής: -ές (ἀνθέω), αυτός που έχει λευκά άνθη· γενικά, πάλλευκος, ολόλευκος, σε Πίνδ.· βλ. χνοάζω.

Russian (Dvoretsky)

λευκανθής: белеющий или побелевший (σώματα Pind.; κάρα Soph.).

Middle Liddell

λευκ-ανθής, ές ἀνθέω
white-blossoming; generally, blanched, white, Pind.; v. χνοάζω.

English (Woodhouse)

white, white with age

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)