ἐπιστρεφής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epistrefis
|Transliteration C=epistrefis
|Beta Code=e)pistrefh/s
|Beta Code=e)pistrefh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[turning one's eyes]] or [[mind]] to a thing, [[attentive]], ῥήτωρ <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>6.3.7</span>; θεός Plu.2.276a; ἐπιστρεφεῖς πρὸς τὴν θεραπείαν Phld.<span class="title">Ir.</span>p.21 W. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. [[exact]], [[strict]], [[severe]], καταγραφαί <span class="bibl">D.H.10.33</span> (Comp.); ἀρχή <span class="bibl">Hdn.7.8.7</span>; δίαιτα <span class="bibl">Id.5.2.5</span>. Adv. <b class="b3">-φῶς</b>, Ion. <b class="b3">-φέως</b>, [[earnestly]], [[vehemently]], <b class="b3">εἴρετο ἐ</b>. <span class="bibl">Hdt.1.30</span>; ἐ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι <span class="bibl">Aeschin.1.71</span>; ἐ. πάνυ καὶ θρασέως <span class="bibl">D.H.7.34</span>: Comp. -έστερον <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span> 24.24</span> (ii B.C.), Phleg.<span class="title">Olymp.Fr.</span>1, etc.; cf. ἐπιστρέφω 11.5:—[[ἐπιστρεφῶς]] is [[varia lectio|v.l.]] for [[ἐπιστρόφως]] in <span class="bibl">Eub.150.7</span> = <span class="bibl">Ephipp.3.10</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. [[flexible]], [[supple]], ἰσχίον <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>35</span>: metaph., [[modulated]], [[varied]], <b class="b3">φωνὴ ἐ</b>., of the nightingale, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>632b24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. = [[ἐπιστρεπτικός]], μερισμός <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>272</span>; [[νοῦς]] ib.<span class="bibl">304</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[turning one's eyes]] or [[mind]] to a thing, [[attentive]], ῥήτωρ <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>6.3.7</span>; θεός Plu.2.276a; ἐπιστρεφεῖς πρὸς τὴν θεραπείαν Phld.<span class="title">Ir.</span>p.21 W. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. [[exact]], [[strict]], [[severe]], καταγραφαί <span class="bibl">D.H.10.33</span> (Comp.); ἀρχή <span class="bibl">Hdn.7.8.7</span>; δίαιτα <span class="bibl">Id.5.2.5</span>. Adv. <b class="b3">-φῶς</b>, Ion. <b class="b3">-φέως</b>, [[earnestly]], [[vehemently]], <b class="b3">εἴρετο ἐ</b>. <span class="bibl">Hdt.1.30</span>; ἐ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι <span class="bibl">Aeschin.1.71</span>; ἐ. πάνυ καὶ θρασέως <span class="bibl">D.H.7.34</span>: Comp. -έστερον <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span> 24.24</span> (ii B.C.), Phleg.<span class="title">Olymp.Fr.</span>1, etc.; cf. [[ἐπιστρέφω]] 11.5:—[[ἐπιστρεφῶς]] is [[varia lectio|v.l.]] for [[ἐπιστρόφως]] in <span class="bibl">Eub.150.7</span> = <span class="bibl">Ephipp.3.10</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. [[flexible]], [[supple]], ἰσχίον <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>35</span>: metaph., [[modulated]], [[varied]], <b class="b3">φωνὴ ἐ</b>., of the nightingale, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>632b24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. = [[ἐπιστρεπτικός]], μερισμός <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>272</span>; [[νοῦς]] ib.<span class="bibl">304</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:50, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστρεφής Medium diacritics: ἐπιστρεφής Low diacritics: επιστρεφής Capitals: ΕΠΙΣΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: epistrephḗs Transliteration B: epistrephēs Transliteration C: epistrefis Beta Code: e)pistrefh/s

English (LSJ)

ές, A turning one's eyes or mind to a thing, attentive, ῥήτωρ X.HG6.3.7; θεός Plu.2.276a; ἐπιστρεφεῖς πρὸς τὴν θεραπείαν Phld.Ir.p.21 W. 2. exact, strict, severe, καταγραφαί D.H.10.33 (Comp.); ἀρχή Hdn.7.8.7; δίαιτα Id.5.2.5. Adv. -φῶς, Ion. -φέως, earnestly, vehemently, εἴρετο ἐ. Hdt.1.30; ἐ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aeschin.1.71; ἐ. πάνυ καὶ θρασέως D.H.7.34: Comp. -έστερον UPZ 24.24 (ii B.C.), Phleg.Olymp.Fr.1, etc.; cf. ἐπιστρέφω 11.5:—ἐπιστρεφῶς is v.l. for ἐπιστρόφως in Eub.150.7 = Ephipp.3.10. II. flexible, supple, ἰσχίον Philostr.Gym.35: metaph., modulated, varied, φωνὴ ἐ., of the nightingale, Arist.HA632b24. 2. = ἐπιστρεπτικός, μερισμός Dam.Pr.272; νοῦς ib.304.

German (Pape)

[Seite 985] ές, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; ῥήτωρ Xen. Hell. 6, 3, 7; καὶ πολυωρητικὴ θεός Plut. Qu. Rom. 46; – angespannt, streng, καὶ στρατιωτικὴ δίαιτα Hdn. 5, 2; καὶ κόσμιος ἀρχή 7, 8; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie, 7, 10; ἐπιστρεφεστέρας τὰς καταγραφὰς γιγνομένας D. Hal. 10, 33; – φωνή, modulirt, von der Nachtigall, Arist. H. A. 9, 49. – Adv. ἐπιστρεφῶς, ion. ἐπιστρεφέως, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit, εἴρετο Her. 1, 30; καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aesch. 1, 71; καὶ θρασέως καθήπτετο D. Hal. 7, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστρεφής: -ές, ὁ στρέφων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὸν νοῦν αὐτοῦ εἴς τι, προσεκτικός, ἄγρυπνος, ῥήτωρ Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 275F· πρβλ. ἐπιστρέφω ΙΙ. 3. 2) ἀκριβής, αὐστηρός, καταγραφαὶ Διον. Ἁλ. 10. 33· ἀρχὴ Ἡρῳδιαν. 1. 8, κτλ.· ― οὕτως, ἐπίρρ. -φῶς, Ἰων. -φέως, μετὰ σπουδῆς, δραστηρίως, ἐνεργῶς, εἴρετο ἐπιστρ. Ἡρόδ. 1. 30· ἐπιστρ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Αἰσχίν. 10. 30· ἐπ. πάνυ καὶ θρασέως Διον. Ἁλ. 7. 34· πρβλ. ἐπιστρέφω ΙΙ. 5. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπιστρεφέως, ἀντὶ τοῦ ἐπιμελῶς παρὰ Ἡροδότῳ καὶ ἀπατητικῶς», πρβλ. καὶ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. ΙΙ. εὔστροφος, Λατ. versatilis, ποικιλοτρόπως καμπτόμενος, ποικίλος, φωνὴ ἐπ., ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se tourne vers ou sur ; attentif, soigneux, vigilant.
Étymologie: ἐπιστρέφω.

Greek Monolingual

ἐπιστρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του κάπου, άγρυπνος, προσεκτικός («ἐπιστρεφὴς ῥήτωρ»(Ξεν.)
2. ακριβής, αυστηρός («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «ἐπιστρεφής ἀρχή»)
3. ευλύγιστος
4. (για τραγούδι αηδονιού) ποικίλος
5. επιστρεπτικός.
επίρρ...
ἐπιστρεφῶς και ιων. τ. επιστρεφέως
1. δραστήρια, με ενεργητικότητα
2. με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στρεφής (< στρέφος)].

Greek Monotonic

ἐπιστρεφής: -ές,
1. αυτός που στρέφει τα μάτια του ή το μυαλό σε κάτι, προσεκτικός, σε Ξεν.
2. ακριβής, αυστηρός· επίρρ. -φῶς, Ιων. -φέως, ειλικρινά, ζωηρά, δραστήρια, σε Ηρόδ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστρεφής:
1) напряженно-внимательный, деятельный, энергичный (ῥήτωρ Xen.; θεός Plut.);
2) гибкий, переливчатый (φωνὴ ἀηδόνος Arst.).

Middle Liddell

ἐπιστρεφής, ές
1. turning one's eyes or mind to a thing, attentive, Xen.
2. earnest, vehement: adv. -φῶς, ionic -φέως, earnestly, sharply, Hdt., Aeschin. [from ἐπιστρέφω