σύριχος: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(c1) |
m (Text replacement - " :" to ":") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=σύριχος | |||
|Medium diacritics=σύριχος | |||
|Low diacritics=σύριχος | |||
|Capitals=ΣΥΡΙΧΟΣ | |||
|Transliteration A=sýrichos | |||
|Transliteration B=syrichos | |||
|Transliteration C=syrichos | |||
|Beta Code=su/rixos | |||
|Definition=ὁ, v. [[ὑριχός]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] ὁ, = ὑῤῥίσκος, Alexis bei Ath. III, 76 d, zw. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] ὁ, = ὑῤῥίσκος, Alexis bei Ath. III, 76 d, zw. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σύρῐχος''': ὁ, ἴδε [[ὑριχός]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ὑριχός]] και ὕρισχος, ὁ, Α<br />[[συρίσκος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η [[ποικιλία]] μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (<b>πρβλ.</b> [[συρίσκος]], [[σύρισσος]], <i>ὑρρίς</i>, <i>ὕρον</i>), [[καθώς]] και η [[εναλλαγή]] τών επιθημάτων -<i>ιχος</i> και -<i>ίσκος</i> στους τ. [[σύριχος]] και [[συρίσκος]]. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η ύπαρξη τύπων [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>-. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για δάνειες λ. με αρκτικό <i>συ</i>-, το οποίο στην Ελληνική αποδόθηκε με <i>ὑ</i>-, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το αρκτικό <i>ὑ</i>- τών τ. προήλθε από τη, χαρακτηριστική σε ορισμένες διαλέκτους, [[αποβολή]] του αρκτικού <i>σ</i>-. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για τ. πελασγικούς. Τέλος, και οι συνδέσεις με τους τ. [[ἄρριχος]] «[[κοφίνι]] από [[λυγαριά]]» και [[ῥίσκος]] «[[κιβώτιο]]» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[basket]] (Alex.). Also <b class="b3">συρίσκος ἀγγεῖόν τι πλεκτόν</b>, <b class="b3">εἰς ο σῦκα ἐμβάλλουσι</b>. <b class="b3">τινες δε ὑρίσκον</b> H.<br />Other forms: Here also [[ὕριχος]] (Porson; cod. <b class="b3">-ισός</b> Ar. Fr. 569, 5), [[ὕρισχος]] and [[βρίσχος]] (Phryn. PS), [[σύρισσος]] (Poll.), [[ὑρίσσος]] (H.), <b class="b3">-ός</b> (Theognost.); also <b class="b3">ὑρρίς σπυρίς</b> (Zonar.); cf. [[ὑρίσιδα]] (for [[ὑρίς]], <b class="b3">-ίδα</b>?) [[σπυρίδιον]], [[σπυρίς]] H.; [[ὑρράδα]] (cod. <b class="b3">ὕρρ-</b>) [[σπυρίδιον]] (Theognost.), <b class="b3">ὕρραχα πρίσχη</b> H. (cf. [[βρίσχος]] in Phryn.). With other anlaut: [[ἄρριχος]] (s. v.) and <b class="b3">ἀρίσκος κόφινος</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The suffixes <b class="b3">-ιχος</b> and <b class="b3">-ίσχος</b> both show the popular character of the above words, which have clearly never reached the stabilising level of the literary language; (of course there may also be mistakes in the tradition). Etymol. unclear. Analytical attempt by Güntert Reimwortbild. 143; cf. also [[ῥίσκος]] and the lit. on [[ἄρριχος]]; further Hiersche Ten. aspiratae 22 f. w. further details and hypotheses. Furnée 135, 241, 392, 300 | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''σύριχος''': {súrikhos}<br />'''Forms''': Dazu ὕριχος (Porson; cod. -ισός Ar. ''Fr''. 569, 5), ὕρισχος und βρίσχος (Phryn. ''PS''), σύρισσος (Poll.), ὑρίσσος (H.), -ός (Theognost.); auch ὑρρίς· [[σπυρίς]] (Zonar.); vgl. [[ὑρίσιδα]] (für ὑρίς, -ίδα?)· [[σπυρίδιον]], [[σπυρίς]] H.; ὑρράδα (cod. ὕρρ-)· [[σπυρίδιον]] (Theognost.), [[ὕρραχα]]· πρίσχη H. (vgl. βρίσχος bei Phryn.). Mit anderem Anlaut: [[ἄρριχος]] (s. d.) und [[ἀρίσκος]]· [[κόφινος]] H.<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Korb]] (Alex.). Auch [[συρίσκος]]· ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, [[εἰς]] ὃ σῦκα ἐμβάλλουσι. τινὲς δὲ ὑρίσκον H.<br />'''Etymology''': Die Suffixe -ιχος und -ίσχος verraten beide den volkstümlichen Charakter der obigen Wörter, die offenbar nie die stabilisierende Ebene der Literatursprache erreicht haben; selbstverständlich ist auch mit Überlieferungsfehlern zu rechnen. Etymologisch dunkel; ob entlehnt oder nicht, sei dahingestellt. Analytischer Versuch bei Güntert Reimwortbild. 143; vgl. noch [[ῥίσκος]] und die Lit. zu [[ἄρριχος]]; außerdem Hiersche Ten. aspiratae 22 f. m. weiteren Einzelheiten und Hypothesen.<br />'''Page''' 2,822 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 21 August 2022
English (LSJ)
ὁ, v. ὑριχός.
German (Pape)
[Seite 1040] ὁ, = ὑῤῥίσκος, Alexis bei Ath. III, 76 d, zw.
Greek (Liddell-Scott)
σύρῐχος: ὁ, ἴδε ὑριχός.
Greek Monolingual
και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α
συρίσκος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών επιθημάτων -ιχος και -ίσκος στους τ. σύριχος και συρίσκος. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η ύπαρξη τύπων χωρίς αρκτικό σ-. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνειες λ. με αρκτικό συ-, το οποίο στην Ελληνική αποδόθηκε με ὑ-, ενώ, κατ' άλλη άποψη, το αρκτικό ὑ- τών τ. προήλθε από τη, χαρακτηριστική σε ορισμένες διαλέκτους, αποβολή του αρκτικού σ-. Έχει διατυπωθεί επίσης η υπόθεση ότι πρόκειται για τ. πελασγικούς. Τέλος, και οι συνδέσεις με τους τ. ἄρριχος «κοφίνι από λυγαριά» και ῥίσκος «κιβώτιο» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: basket (Alex.). Also συρίσκος ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ο σῦκα ἐμβάλλουσι. τινες δε ὑρίσκον H.
Other forms: Here also ὕριχος (Porson; cod. -ισός Ar. Fr. 569, 5), ὕρισχος and βρίσχος (Phryn. PS), σύρισσος (Poll.), ὑρίσσος (H.), -ός (Theognost.); also ὑρρίς σπυρίς (Zonar.); cf. ὑρίσιδα (for ὑρίς, -ίδα?) σπυρίδιον, σπυρίς H.; ὑρράδα (cod. ὕρρ-) σπυρίδιον (Theognost.), ὕρραχα πρίσχη H. (cf. βρίσχος in Phryn.). With other anlaut: ἄρριχος (s. v.) and ἀρίσκος κόφινος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The suffixes -ιχος and -ίσχος both show the popular character of the above words, which have clearly never reached the stabilising level of the literary language; (of course there may also be mistakes in the tradition). Etymol. unclear. Analytical attempt by Güntert Reimwortbild. 143; cf. also ῥίσκος and the lit. on ἄρριχος; further Hiersche Ten. aspiratae 22 f. w. further details and hypotheses. Furnée 135, 241, 392, 300
Frisk Etymology German
σύριχος: {súrikhos}
Forms: Dazu ὕριχος (Porson; cod. -ισός Ar. Fr. 569, 5), ὕρισχος und βρίσχος (Phryn. PS), σύρισσος (Poll.), ὑρίσσος (H.), -ός (Theognost.); auch ὑρρίς· σπυρίς (Zonar.); vgl. ὑρίσιδα (für ὑρίς, -ίδα?)· σπυρίδιον, σπυρίς H.; ὑρράδα (cod. ὕρρ-)· σπυρίδιον (Theognost.), ὕρραχα· πρίσχη H. (vgl. βρίσχος bei Phryn.). Mit anderem Anlaut: ἄρριχος (s. d.) und ἀρίσκος· κόφινος H.
Grammar: m.
Meaning: Korb (Alex.). Auch συρίσκος· ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ὃ σῦκα ἐμβάλλουσι. τινὲς δὲ ὑρίσκον H.
Etymology: Die Suffixe -ιχος und -ίσχος verraten beide den volkstümlichen Charakter der obigen Wörter, die offenbar nie die stabilisierende Ebene der Literatursprache erreicht haben; selbstverständlich ist auch mit Überlieferungsfehlern zu rechnen. Etymologisch dunkel; ob entlehnt oder nicht, sei dahingestellt. Analytischer Versuch bei Güntert Reimwortbild. 143; vgl. noch ῥίσκος und die Lit. zu ἄρριχος; außerdem Hiersche Ten. aspiratae 22 f. m. weiteren Einzelheiten und Hypothesen.
Page 2,822