ἀλγηδών: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όνος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[dolor]] τὰς πρὸς κληῖδα περαινούσας ἀλγηδόνας Hp.<i>Acut</i>.22, cf. <i>Liqu</i>.2, <i>Mul</i>.1.91, πικρά E.<i>Fr</i>.908.2, ὀδύνη τις ἢ [[ἀλγηδών]] Pl.<i>R</i>.413b, [[LXX]] 2<i>Ma</i>.9.9, πόνος καὶ ἀ. X.<i>Mem</i>.1.2.54, D.S.17.117, cf. Isoc.8.40, Plb.12.25.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῶν ἄρθρων Hp.<i>Dieb.Iudic</i>.8, τραυμάτων E.<i>Andr</i>.259, τοῦ ποδός Aesop.257.1, στομάχου Amythaon en Gal.13.983, πληγῶν Plu.2.8f, τῶν κροτάφων Gal.12.528, τῶν ὀδόντων Gal.12.875<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. ἀ. γίνεται παρ' ὅλον Hp.<i>Coac</i>.394<br /><b class="num">•</b>como término fil., frec. op. ἡδονή Pl.<i>Phd</i>.65c, cf. Pl.<i>Grg</i>.478c, Ph.1.674, esp. entre los epicúreos φρίκη θεῶν καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων Phld.<i>Oec</i>.24.4, cf. Epicur.[1] 137.2, 9, <i>Ep</i>.[4] 129.7, Metrod.7, Diog.Oen.33.6.8<br /><b class="num">•</b>fig. [[tormento]] αἱ γυναῖκες ... ἀλγηδόνες σφίσι ὀφθαλμῶν Hdt.5.18, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Plu.<i>Alex</i>.21.<br /><b class="num">2</b> [[pena]], [[pesar]], [[sufrimiento]] δειλαίας ... ἀλγηδόνος S.<i>OC</i> 514, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.<i>Med</i>.56, φρενῶν E.<i>Fr</i>.573, σῶμ' ὑφεῖσ' ἀλγηδόσι E.<i>Med</i>.24, cf. <i>GVI</i> 1474 (Renea I d.C.). | |dgtxt=-όνος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[dolor]] τὰς πρὸς κληῖδα περαινούσας ἀλγηδόνας Hp.<i>Acut</i>.22, cf. <i>Liqu</i>.2, <i>Mul</i>.1.91, πικρά E.<i>Fr</i>.908.2, ὀδύνη τις ἢ [[ἀλγηδών]] Pl.<i>R</i>.413b, [[LXX]] 2<i>Ma</i>.9.9, πόνος καὶ ἀ. X.<i>Mem</i>.1.2.54, D.S.17.117, cf. Isoc.8.40, Plb.12.25.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῶν ἄρθρων Hp.<i>Dieb.Iudic</i>.8, τραυμάτων E.<i>Andr</i>.259, τοῦ ποδός Aesop.257.1, στομάχου Amythaon en Gal.13.983, πληγῶν Plu.2.8f, τῶν κροτάφων Gal.12.528, τῶν ὀδόντων Gal.12.875<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. ἀ. γίνεται παρ' ὅλον Hp.<i>Coac</i>.394<br /><b class="num">•</b>como término fil., frec. op. [[ἡδονή]] Pl.<i>Phd</i>.65c, cf. Pl.<i>Grg</i>.478c, Ph.1.674, esp. entre los epicúreos φρίκη θεῶν καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων Phld.<i>Oec</i>.24.4, cf. Epicur.[1] 137.2, 9, <i>Ep</i>.[4] 129.7, Metrod.7, Diog.Oen.33.6.8<br /><b class="num">•</b>fig. [[tormento]] αἱ γυναῖκες ... ἀλγηδόνες σφίσι ὀφθαλμῶν Hdt.5.18, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Plu.<i>Alex</i>.21.<br /><b class="num">2</b> [[pena]], [[pesar]], [[sufrimiento]] δειλαίας ... ἀλγηδόνος S.<i>OC</i> 514, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.<i>Med</i>.56, φρενῶν E.<i>Fr</i>.573, σῶμ' ὑφεῖσ' ἀλγηδόσι E.<i>Med</i>.24, cf. <i>GVI</i> 1474 (Renea I d.C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:35, 22 August 2022
English (LSJ)
όνος, ἡ, A pain, suffering, of body, Hdt.5.18, Hp.Coac.394, E.Med.24; ὀδύνη τις ἢ ἀ. Pl.R.413b: pl., Prt.354b. II of mind, pain, grief. S.OC514, E.Med.56, Metrod.7: pl., Phld.D.1.16, etc. III cause of pain, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Alex. ap. Plu.Alex.21. - Not in A., once in S.
German (Pape)
[Seite 90] όνος, ἡ, Schmerzgefühl, Soph. O. C. 516; Her. 5, 18; Isocr. 8, 40 im plur.; Plat. sehr oft im Ggstz von ἡδονή, Phaed. 65 c; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλγηδών: -όνος, ἡ, αἴσθημα πόνου, πόνος, ὀδύνη τοῦ σώματος, Ἡρόδ. 5. 18, Εὐρ. Μήδ. 24, Πλάτ. Πρωτ. 354Β· ὀδύνη τις ἢ ἀλγ., ὁ αὐτ. Πολ. 413Β, Φαίδ. 65C. ΙΙ. ἐπὶ ψυχικοῦ πόνου, ὀδύνη, θλῖψις, λύπη, Σοφ. Ο. Κ. 215, Εὐρ. Μήδ. 56, καὶ ἀλλ. (πρὸς τὴν κατάλ. -ηδών, ταύτης καὶ τῆς λέξεως χαιρηδών, πρβλ. τὰς Λατ. torpedo, lib-ido, cup-ido).
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
1 souffrance physique;
2 souffrance morale, douleur, peine.
Étymologie: ἀλγέω.
Spanish (DGE)
-όνος, ἡ
1 dolor τὰς πρὸς κληῖδα περαινούσας ἀλγηδόνας Hp.Acut.22, cf. Liqu.2, Mul.1.91, πικρά E.Fr.908.2, ὀδύνη τις ἢ ἀλγηδών Pl.R.413b, LXX 2Ma.9.9, πόνος καὶ ἀ. X.Mem.1.2.54, D.S.17.117, cf. Isoc.8.40, Plb.12.25.2
•c. gen. τῶν ἄρθρων Hp.Dieb.Iudic.8, τραυμάτων E.Andr.259, τοῦ ποδός Aesop.257.1, στομάχου Amythaon en Gal.13.983, πληγῶν Plu.2.8f, τῶν κροτάφων Gal.12.528, τῶν ὀδόντων Gal.12.875
•c. giro prep. ἀ. γίνεται παρ' ὅλον Hp.Coac.394
•como término fil., frec. op. ἡδονή Pl.Phd.65c, cf. Pl.Grg.478c, Ph.1.674, esp. entre los epicúreos φρίκη θεῶν καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων Phld.Oec.24.4, cf. Epicur.[1] 137.2, 9, Ep.[4] 129.7, Metrod.7, Diog.Oen.33.6.8
•fig. tormento αἱ γυναῖκες ... ἀλγηδόνες σφίσι ὀφθαλμῶν Hdt.5.18, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Plu.Alex.21.
2 pena, pesar, sufrimiento δειλαίας ... ἀλγηδόνος S.OC 514, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.Med.56, φρενῶν E.Fr.573, σῶμ' ὑφεῖσ' ἀλγηδόσι E.Med.24, cf. GVI 1474 (Renea I d.C.).
Greek Monolingual
ἀλγηδὼν (-όνος), η (Α) ἀλγῶ
1. σωματικός πόνος, άλγος, ψυχικός πόνος, οδύνη, θλίψη
2. πρόκληση πόνου.
Greek Monotonic
ἀλγηδών: -όνος, ἡ (ἀλγέω),
I. αίσθημα πόνου, πόνος, σωματικός πόνος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
II. λέγεται για ψυχικό πόνο, πόνος, θλίψη, οδύνη, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλγηδών: όνος ἡ
1) боль, страдание, мука, Her., Trag., Plat.,;
2) скорбь, печаль, горе, Trag., Isocr., Plat., Plut.
Middle Liddell
ἀλγέω
I. a sense of pain, pain, suffering, Hdt., Eur., etc.
II. of mind, pain, grief, Soph., Eur., etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλγηδών -όνος, ἡ ἀλγέω pijn, leed.