μάρσιπος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μάρσῐπος:''' ὁ мешок, сумка Xen., Diod.
|elrutext='''μάρσῐπος:''' ὁ [[мешок]], [[сумка]] Xen., Diod.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μάρσῐπος, ὁ,<br />a bag, [[pouch]], Lat. [[marsupium]], Xen.
|mdlsjtxt=μάρσῐπος, ὁ,<br />a bag, [[pouch]], Lat. [[marsupium]], Xen.
}}
}}

Revision as of 10:50, 23 August 2022

German (Pape)

[Seite 97] ὁ, od. μάρσυπος, auch μάρσιππος geschrieben, das lat. marsupium, Beutel, Sack, Tasche, Xen. An. 4, 3, 11; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μάρσῐπος: ὁ, σάκκος, θύλακος, Λατ. marsupium, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, Διόδ. 20. 41· ― ὑποκορ., μαρσίπιον, τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Ἀπολλ. Καρύστ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 152, Ἑβδ. (Γέν. ΜΒ΄, 27, 28). ― Ἀμφότεροι οἱ τύποι ἐνίοτε φέρονται διὰ διπλοῦ π· καὶ μαρσύπιον ἢ -ειον ἀπαντῶσιν ὡσαύτως ὡς ἕτεραι ποικιλίαι. ― Ἡσύχ.: «μάρσιποι· οἱ γαστρίμαργοι. ἢ σάκκοι».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sac, valise, bourse.
Étymologie: cf. lat. marsupium.

Greek Monolingual

ο (Α μάρσιπος και μάρσιππος)
σάκος από δέρμα ή στερεό ύφασμα
νεοελλ.
1. ζωολ. θύλακος που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη μεταφορά τών νεογνών τους
2. βαλίτσα
αρχ.
1. κατάπλασμα
2. κρησάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνειο από την Ιρανική (πρβλ. αρχ. περσ. marsū- «κοιλιά») δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

μάρσῐπος: ὁ, σάκος, θύλακας, Λατ. marsupium, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μάρσῐπος:мешок, сумка Xen., Diod.

Middle Liddell

μάρσῐπος, ὁ,
a bag, pouch, Lat. marsupium, Xen.