προπαρασκευάζω: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=préparer | |btext=préparer d'avance, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προπαρασκευάζομαι préparer d'avance pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[παρασκευάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:13, 23 August 2022
English (LSJ)
A prepare beforehand, ἔρια Pl.R.429d, cf.Plt.308d; πάντα τινί X.Mem.2.2.5; τὰς γνώμας Th.2.88; τι πρὸς τὴν τροφήν Arist.HA613a4:—Med., prepare for oneself, ἐντάφια Is.8.38; ταῦτα περὶ τοὺς Ποτειδεάτας π. Th.1.57; π. τὸν ὅμιλον for one's purposes, D.C.38.13: abs., make one's preparations, Aen.Tact.11.14, Plu.Eum. 6:—Pass., ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, εἴ ποτε πολεμήσονται Th.1.68.
German (Pape)
[Seite 738] vorher wozu bereiten; ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, Thuc. 1, 68; Plat. Rep. IV, 429 d; auch med., ἐντάφια, Isae. 8, 38; Sp., wie Luc. tyrann. 21.
Greek (Liddell-Scott)
προπαρασκευάζω: παρασκευάζω πρότερον, ἔρια, μαλλίον πρὸς βαφήν, Πλάτ. Πολιτ. 308D, πρβλ. Πολ. 429D πάντα τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5· πρ. τὰς γνώμας Θουκ. 2. 88· τι πρὸς τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 5. ― Μέσ., παρασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, ἐντάφια Ἰσαῖ. 73. 15, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 6· ταῦτα περὶ τοὺς Ποτιδαιάτας πρ. Θουκ. 1. 57· πρ. τὸν ὅμιλον, πρὸς ἴδιον σκοπόν, Δίων Κ. 38. 13. ― Παθητ., ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, εἴ ποτε πολεμήσονται Θουκ. 1. 68.
French (Bailly abrégé)
préparer d'avance, acc.;
Moy. προπαρασκευάζομαι préparer d'avance pour soi, acc..
Étymologie: πρό, παρασκευάζω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
παρασκευάζω εκ τών προτέρων, προετοιμάζω
νεοελλ.
(κυρίως για συμμετοχή σε εξετάσεις) προπαιδεύω, προετοιμάζω με μαθήματα κάποιον.
Greek Monotonic
προπαρασκευάζω: μέλ. -σω, ετοιμάζω εκ των προτέρων, σε Θουκ. κ.λπ. — Μέσ., ετοιμάζω, παρασκευάζω για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., ἐκ πολλοῦ προπαρασκευασμένοι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προπαρασκευάζω: заранее приготовлять, подготовлять (ἔρια Plat.; τι πρὸς τὴν τροφήν Arst.; τὰς γνώμας Thuc.; προαισθέσθαι καὶ προπαρασκευάσασθαι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-παρασκευάζω tevoren klaarmaken, voorbereiden:; π. τὰς γνώμας ὡς... (de manschappen) erop instellen dat Thuc. 2.88.2; τοῖς μέλλουσιν ἔσεσθαι παισὶ προπαρασκευάζει πάντα hij treft alle voorbereidingen voor de toekomstige kinderen Xen. Mem. 2.2.5; ook med..; ταῦτα... οἱ Ἀθηναίοι προπαρεσκευάζοντο deze voorbereidingen troffen de Atheners Thuc. 1.57.1; ptc. perf. pass.. προπαρεσκευασαμένος goed voorbereid Thuc. 1.68.3.
Middle Liddell
fut. σω
to prepare beforehand, Thuc., etc.:—Mid. to prepare for oneself, Thuc.:—Pass., ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι Thuc.