χαλκεομήστωρ: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οροσ (ὁ) :<br />à la volonté d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[μήδομαι]].
|btext=οροσ (ὁ) :<br />à la volonté d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[μήδομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεομήστωρ Medium diacritics: χαλκεομήστωρ Low diacritics: χαλκεομήστωρ Capitals: ΧΑΛΚΕΟΜΗΣΤΩΡ
Transliteration A: chalkeomḗstōr Transliteration B: chalkeomēstōr Transliteration C: chalkeomistor Beta Code: xalkeomh/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, A skilled in arms, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, restored by Burges in E.Tr.271 (lyr.) from Hsch. (χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος, i. e. χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεομήστωρ: ὁ, πεπειραμένος εἰς τὰ ὅπλα, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Burges ἐν Εὐρ. Τρῳ. 271, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (παρ’ ᾧ φέρεται «χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος»)· τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χακλεομίτορος· ― πρβλ. δοριμήστωρ ἐντεσιμήστωρ.

French (Bailly abrégé)

οροσ (ὁ) :
à la volonté d'airain.
Étymologie: χαλκός, μήδομαι.

Greek Monolingual

-ορός, ὁ, Α
1. ο έμπειρος στα χάλκινα όπλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκεομήστορος
ἰσχυρόφρονος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -μήστωρ (< μήστωρ < μήδομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι»), πρβλ. δορι-μήστωρ, θεο-μήστωρ.

Greek Monotonic

χαλκεομήστωρ: -ορος, ὁ, αυτός που έχει πείρα στα όπλα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεομήστωρ: ορος adj. с несокрушимой волей, непреклонный (Eur. - v.l. к χαλκεομίτωρ).

Middle Liddell

skilled in arms, Eur.