χρυσόπαστος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />parsemé, constellé, tacheté <i>ou</i> brodé | |btext=ος, ον :<br />parsemé, constellé, tacheté <i>ou</i> brodé d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[πάσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:40, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, also α, ον Alc.Fr.90 Lobel: (πάσσω):—A shot with gold, κυνία l. c.; χ. τιήρης a turban of gold tissue, Hdt.8.120; τὰ χ. ἕσθλα (Wilamowitz for ἐσθλά) A.Ag.776 (lyr.); χ. κόσμος D.50.34; ταῖς ξυστίσιν ταῖς χ. Eub.134; μίτρα Duris 14J.; ἐσθής Luc.Ind.8; opp. χρυσήλατος, Iamb.post Polem.p.50 Hinck.
German (Pape)
[Seite 1381] mit Golde geschmückt, gestickt; Aesch. Ag. 752; τιάρα Her. 8, 120; κόσμος Dem. 50, 34; σκιάς Plut. Anton. 26 u. Luc.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόπαστος: -ον, χρυσῷ πεπασμένος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, κεχρυσωμένος, ἐπίχρυσος, χρ. τιήρης, τιάρα ἐξ ὑφάσματος χρυσοϋφάντου, Ἡρόδ. 8. 120· τὰ χρ. ἔδεθλα (ὡς ὁ Aurat ἀντὶ ἐσθλὰ) Αἰσχύλ. Ἀγ. 760· χρ. κόσμος Δημ. 1217. 20· ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 19· ἐσθὴς Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 8· μετὰ τοῦ χρυσήλατος, οὐδὲν οὐδὲ τούτων ἐστίν, ὃ μὴ χρυσήλατόν ἐστιν ἢ χρυσόπαστον Ἀδριανοῦ Μελέται ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 532.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
parsemé, constellé, tacheté ou brodé d'or.
Étymologie: χρυσός, πάσσω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, θηλ. και χρυσοπάστα Α
διακοσμημένος, κεντημένος με χρυσό («ἐσθῆτα χρυσόπαστον ποιησάμενος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -παστος (< παστός < πάσσω «υφαίνω, κεντώ»), πρβλ. ἀργυρό-παστος].
Greek Monotonic
χρῡσόπαστος: -ον, στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, λέγεται για χρυσό ύφασμα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόπαστος: (рас)шитый или отделанный золотом (τιήρης Her.; ἔδεθλα - v.l. ἐσθλά Aesch.; κόσμος Dem.; ἁλουργίς, νεβρίς Plut.; ἐσθής Luc.).