προβατογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=provatognomon
|Transliteration C=provatognomon
|Beta Code=probatognw/mwn
|Beta Code=probatognw/mwn
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[good judge of cattle]]: metaph., [[good judge of character]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>795</span> (anap.).</span>
|Definition=ον, gen. ονος, [[good judge of cattle]]: metaph., [[good judge of character]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>795</span> (anap.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:55, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτογνώμων Medium diacritics: προβατογνώμων Low diacritics: προβατογνώμων Capitals: ΠΡΟΒΑΤΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: probatognṓmōn Transliteration B: probatognōmōn Transliteration C: provatognomon Beta Code: probatognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, good judge of cattle: metaph., good judge of character, A.Ag.795 (anap.).

German (Pape)

[Seite 711] ον, die Heerde beurtheilend, kennend, übertr., ὅστις δ' ἀγαθὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός, Aesch. Ag. 769, wer ein guter Hirte des Volks ist und es kennt.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτογνώμων: -ον, ὁ ἱκανὸς περὶ τὴν διάγνωσιν τῶν προβάτων, ἔμπειρος κριτὴς αὐτῶν· μεταφορ., ἔμπειρος κριτὴς χαρακτῆρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 795· πρβλ. ἱππογνώμων.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui se connaît en moutons ; fig. qui se connaît en hommes, bon pasteur de peuples.
Étymologie: πρόβατον, γιγνώσκω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο ειδικός για τα πρόβατα και τα ποίμνια, αυτός που γνωρίζει και διακρίνει τα πρόβατα
2. μτφ. ο έμπειρος κριτής χαρακτήρα («ὅστις δ' ἀγαθὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. πραγματογνώμων.

Greek Monotonic

προβᾰτογνώμων: -ον, καλός στη διαλογή των προβάτων· μεταφ., έμπειρος κριτής χαρακτήρων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰτογνώμων: ονος ὁ знаток паствы, опытный пастырь Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβατογνώμων -ονος [πρόβατον, γνώμη] kenner van schapen; overdr. van mensenkenner. Aeschl. Ag. 795.

Middle Liddell

προβᾰτο-γνώμων, ον,
a good judge of sheep: metaph. a good judge of character, Aesch.