θάλεα: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thalea | |Transliteration C=thalea | ||
|Beta Code=qa/lea | |Beta Code=qa/lea | ||
|Definition=[ᾰ], Lacon. σάλ- (v. infr.), τά, | |Definition=[ᾰ], Lacon. σάλ- (v. infr.), τά, [[good cheer]], [[happy thoughts]], of the sleeping Astyanax, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ <span class="bibl">Il.22.504</span>; ἐν σάλεσσι πολλοῖς ἥμενος <span class="bibl">Alcm.10</span>; θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινά Call.<b class="b2">Fr. anon</b>.<span class="bibl">31</span>.—In form and accent pl. of [[θάλος]], in meaning closer to [[θάλεια]], [[θαλία]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:50, 23 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], Lacon. σάλ- (v. infr.), τά, good cheer, happy thoughts, of the sleeping Astyanax, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il.22.504; ἐν σάλεσσι πολλοῖς ἥμενος Alcm.10; θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινά Call.Fr. anon.31.—In form and accent pl. of θάλος, in meaning closer to θάλεια, θαλία.
German (Pape)
[Seite 1183] τά, s. θάλος.
Greek (Liddell-Scott)
θάλεα: ᾰ, τά, χαρά, εὐθυμία, εὐτυχεῖς στοχασμοί, ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου Ἀστυάνακτος, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Ἰλ. Χ. 504· ἐν σάλεσσι (Λακων. ἀντὶ θάλεσι) πολλοῖς ἥμερος Ἀλκμὰν 70· θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινὰ Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. - Κατὰ τύπον (ἂν καὶ οὐχὶ κατὰ τονισμὸν) οὐδ. πληθ. ὀνομαστικῆς *θαλύς· πρβλ. θάλεια.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
joie, plaisir.
Étymologie: probabl. pl. neutre de *θάλυς, d'où fém. θάλεια.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
θάλεα, τὰ (Α)
ευφροσύνη, ευθυμία («Άστυάναξ... θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του θάλος, τα].
Greek Monotonic
θάλεα: [ᾰ], τά (θάλλω), χαρά, ευθυμία, χαρούμενες σκέψεις· θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
θάλεα: (θᾰ) τά (только в gen. pl. θαλέων) жизнерадостность, веселье: θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Hom. с сердцем, исполненным радости.
Middle Liddell
θᾰ́λεα, τά, θάλλω
good cheer, happy thoughts, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il.