καλλιπέδιλος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kallipedilos | |Transliteration C=kallipedilos | ||
|Beta Code=kallipe/dilos | |Beta Code=kallipe/dilos | ||
|Definition=ὁ, ἡ, | |Definition=ὁ, ἡ, [[with beautiful sandals]], h.Merc.57. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:30, 24 August 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, with beautiful sandals, h.Merc.57.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönen Sohlen, H. h. Merc. 57.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ, ἔχων, φορῶν καλὰ πέδιλα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 57.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles sandales, aux belles chaussures.
Étymologie: καλός, πέδιλον.
Greek Monolingual
καλλιπέδιλος, -ον (Α)
αυτός που φορά ωραία πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβροπέδιλος, χρυσοπέδιλος].
Greek Monotonic
καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ (πέδιλον), αυτός που φοράει όμορφα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐπέδῑλος: обутый в красивые сандалии (Μαιάς HH).