ἐπίμοχθος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epimochthos | |Transliteration C=epimochthos | ||
|Beta Code=e)pi/moxqos | |Beta Code=e)pi/moxqos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[toilsome]], ἀρετά <span class="bibl">B.1.71</span>, cf. <span class="bibl">Man. 4.248</span>: gloss on [[πόνηρος]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>383</span>; γῆ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>17</span>. Adv. <b class="b3">-θως</b> [[with toil]], <span class="bibl">App.<span class="title">Pun.</span>72</span>; so neut., <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>15.7</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:08, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, toilsome, ἀρετά B.1.71, cf. Man. 4.248: gloss on πόνηρος, Sch.Ar.Pax383; γῆ Hp.Ep.17. Adv. -θως with toil, App.Pun.72; so neut., LXX Wi.15.7.
German (Pape)
[Seite 964] = ἐπίπονος, Sp., z. B. βίος Maneth. 4, 248. – Adv., App. Pun. 72.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμοχθος: -ον, πλήρης μόχθων, κοπιαστικός, ὡς τὸ ἐπίπονος, Μανέθων 4. 248, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 384. ― Ἐπίρρ. -θως, μετὰ κόπου, Ἀππ. Καρχηδ. 72· οὕτως οὐδ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 7).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίμοχθος, -ον) μόχθος
(για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικός
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά
2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει κανείς με μεγάλη δυσκολία («τὴν ἐπίμοχθον ταύτην ζωήν»)
3. επώδυνος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίμοχθον
η εργατικότητα, η δραστηριότητα.