κατασκαφής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataskafis
|Transliteration C=kataskafis
|Beta Code=kataskafh/s
|Beta Code=kataskafh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dug down]], <b class="b3">κατασκαφὴς οἴκησις</b> the [[deep-dug dwelling]], i. e. [[the grave]]. </span><br /><b class="b3">Ὦ [[τύμβος]], ὦ [[νυμφεῖον]], ὦ κατασκαφὴς [[οἴκησις]] [[αἰείφρουρος]], οἷ [[πορεύομαι]] πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς</b>. [[Tomb]], [[bridal chamber]], [[eternal prison in the caverned rock]], [[whither I go to find mine own]]. ([https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=574882.0 Sophocles]</i>, ''Antigone'', 891)
|Definition=ές, [[dug down]], <b class="b3">κατασκαφὴς οἴκησις</b> the [[deep-dug dwelling]], i. e. [[the grave]]. </span><br /><b class="b3">Ὦ [[τύμβος]], ὦ [[νυμφεῖον]], ὦ κατασκαφὴς [[οἴκησις]] [[αἰείφρουρος]], οἷ [[πορεύομαι]] πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς</b>. [[Tomb]], [[bridal chamber]], [[eternal prison in the caverned rock]], [[whither I go to find mine own]]. ([https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=574882.0 Sophocles]</i>, ''Antigone'', 891)


}}
}}

Revision as of 16:14, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκᾰφής Medium diacritics: κατασκαφής Low diacritics: κατασκαφής Capitals: ΚΑΤΑΣΚΑΦΗΣ
Transliteration A: kataskaphḗs Transliteration B: kataskaphēs Transliteration C: kataskafis Beta Code: kataskafh/s

English (LSJ)

ές, dug down, κατασκαφὴς οἴκησις the deep-dug dwelling, i. e. the grave.
τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς. Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own. (Sophocles, Antigone, 891)

German (Pape)

[Seite 1377] ές, eingegraben, οἴκησις, das Grab, Soph. Ant. 882.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκαφής: -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. οἴκησις, τὸ βαθέως ἐσκαμμένον οἴκημα, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 891.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
creusé dans la terre.
Étymologie: κατασκάπτω.

Greek Monolingual

κατασκαφής, -ές (Α)
ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυσκαφής, νεοσκαφής].

Greek Monotonic

κατασκᾰφής: -ές, κατεσκαμμένος, βαθιά σκαμμένος, κ. οἴκησις, πολύ βαθιά σκαμμένο οίκημα, δηλ. ο τάφος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατασκᾰφής: вырытый (в земле), подземный: κ. οἴκησις Soph. подземная обитель, т. е. могила.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασκαφής -ές [κατασκάπτω] onderaards:. οἴκησις κ. onderaardse woning Soph. Ant. 891.

Middle Liddell

κατασκᾰφής, ές [from κατασκάπτω
dug down, κ. οἴκησις the deep-dug dwelling, i. e. the grave, Soph.