λευκόω: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[λευκόω]] | |sltr=[[λευκόω]] [[make]] [[white]] [[ἔνθα]] λευκωθεὶς [[κάρα]] μύρτοις ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο [[crowned]] [[with]] [[white]] [[myrtle]] (I. 4.69) | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:35, 3 September 2022
English (LSJ)
A whiten over, (πυξίον) Aen.Tact.31.14; βωμόν IG22.1672.140:—Med., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα whiten their shields, X.HG2.4.25, cf. 7.5.20; λ. πόδα bare the foot, AP9.403 (Maec.). II mostly in Pass., to be made or become white, λευκωθεὶς κάρα μύρτοις Pi.I.4(3).69; τοῖχος λελευκωμένος whitened or plastered, Pl.Lg.785a; γραμματεῖον λελευκωμένον, = λεύκωμα 1, D.46.11; ὁ ἄνθρωπος οὐ λευκός ἐστιν ἀλλὰ λελεύκωται Arist.Ph.185b29; of a leper, Ph.1.346; λελευκωμένος πίναξ, of the list of proscribed, D.C.Fr.109.12.
German (Pape)
[Seite 35] weißen, weiß machen, weiß färben, bes. pass., ἐν τοίχῳ λελευκωμένῳ, mit Kalk übertüncht, Plat. Legg. VI, 785 a; γραμματεῖον λελευκωμένον, = λεύκωμα, Dem. 46, 11; λελεύκωται, Arist. phys. 1, 2. Auch λευκωθεὶς κάρα μύρτοις, Pind. I. 3, 87. – Med. für sich weiß anstreichen, ὅπλα, τὰ κράνη, Xen. Hell. 2, 4, 25. 5, 20, dem nachher λαμπρύνομαι entspricht, also blank machen; aber λεύκωσαι πόδα, entblöße den Fuß, Q. Maec. 11 (IX, 403).
Greek (Liddell-Scott)
λευκόω: (λευκὸς) κάμνω λευκόν, «ἀσπρίζω», Αἰν. Τακτ. 31· λ. πόδα, γυμνώνω τὸν πόδα, Ἀνθ. Π. 9. 403. - Μέσ., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 25, πρβλ. 7. 5, 20. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Παθ., γίνομαι λευκός, ἀσπρίζομαι, λευκωθεὶς κάρα μύρτοις Πινδ. Ι. 4 (3). 117· τοῖχος λελευκωμένος, «ἀσπρισμένος», Πλάτ. Νόμ. 785Α· γραμματεῖον λελευκωμένον = λεύκωμα Ι, Δημ. 1132. 8· ὁ ἄνθρωπος οὐ λευκός ἐστι, ἀλλὰ λελεύκωται Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre blanc, càd blanchir, crépir ou peindre en blanc, acc.;
Moy. λευκόομαι, λευκοῦμαι blanchir pour soi, rendre luisant, polir : τὰ ὅπλα XÉN ses armes.
Étymologie: λευκός.
English (Slater)
λευκόω make white ἔνθα λευκωθεὶς κάρα μύρτοις ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο crowned with white myrtle (I. 4.69)
Greek Monotonic
λευκόω: μέλ. -ώσω (λευκός)· κάνω κάτι λευκό· λευκόω πόδα, ξεγυμνώνω τα πόδια, σε Ανθ. — Μέσ., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα, ασπρίζουν, λευκαίνουν τις ασπίδες τους, σε Ξεν. — Παθ., είμαι ή γίνομαι λευκός, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
λευκόω:
1) делать белым, белить (med. τὰ ὅπλα Xen.; τοῖχος λελευκωμένος Plat.; γραμματεῖον λελευκωμένον Arst., Dem.);
2) увенчивать белым: λευκωθεὶς κάρα μύρτοις Pind. увенчанный белыми цветами мирта;
3) обнажать (πόδα γαῦρον Anth.).
Middle Liddell
λευκόω, fut. -ώσω λευκός
to make white: λ. πόδα to bare the foot, Anth.:—Mid., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα to whiten their shields, Xen.:—Pass. to be or become white, Pind.