κριτός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κρῐτός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[distinguished]] “[[νῦν]] γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν [[εὑρήσει]] γυναικῶν ἐν λέχεσιν [[γένος]]” (P. 4.51) τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (I. 8.65)
|sltr=<b>κρῐτός</b> [[distinguished]] “[[νῦν]] γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν [[εὑρήσει]] γυναικῶν ἐν λέχεσιν [[γένος]]” (P. 4.51) τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (I. 8.65)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:47, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῐτός Medium diacritics: κριτός Low diacritics: κριτός Capitals: ΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: kritós Transliteration B: kritos Transliteration C: kritos Beta Code: krito/s

English (LSJ)

ή, όν, A separated, picked out, chosen, Il.7.434, Od.8.258. 2 choice, excellent, Pi.P.4.50, S.Tr.27, 245, etc.; δάμαλις SIG1026.6 (Cos, iv/ iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1511] ausgeschieden, ausgewählt, erlesen, von den Besten; ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν Il. 7, 434; αἰσυμνῆται κριτοὶ ἐννέα Od. 8, 258; γένος Pind. P. 4, 50; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ κτῆμα καὶ θεοῖς κριτόν Soph. Trach. 245.

Greek (Liddell-Scott)

κρῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κρίνω, διακεκριμένος, «ξεχωριστός», ἐκλεκτός, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) ἐκλεκτός, ἔξοχος, Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 trié, choisi;
2 choisi, supérieur.
Étymologie: adj. verb. de κρίνω.

English (Autenrieth)

(κρίνω): chosen, Il. 7.434 and Od. 8.258.

English (Slater)

κρῐτός distinguishedνῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (P. 4.51) τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (I. 8.65)

Greek Monolingual

κριτός, -ή, -όν (Α) κρίνω
εκλεκτός, ξεχωριστός, έξοχος («ἀμφὶ πυρήν κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

κρῐτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του κρίνω,
1. επίλεκτος, διαλεχτός, σε Όμηρ.
2. εξαιρετικός, έξοχος, αρίστης ποιότητας, σε Πίνδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κρῐτός:
1) выбранный, избранный (αἰσυμνῆται Hom.; κτῆμα Soph.);
2) отборный, лучший (λαὸς Ἀχαιῶν Hom.; γένος Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κριτός -ή -όν [κρίνω] geselecteerd, uitgelezen.

Middle Liddell

κρῐτός, ή, όν verb. adj. of κρίνω
1. picked out, chosen, Hom.
2. choice, excellent, Pind., Soph.

English (Woodhouse)

chosen, singled out

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)