ληπτός: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ληπτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[воспринимаемый]], [[схватываемый]], [[уловимый]] (λόγῳ καὶ διανοίᾳ Plat.);<br /><b class="num">2)</b> (в философии стоиков) приемлемый (о вещах, которые не должны быть целью нашей деятельности, но не должны и отвергаться, если они даны) Plut. | |elrutext='''ληπτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[воспринимаемый]], [[схватываемый]], [[уловимый]] (λόγῳ καὶ διανοίᾳ Plat.);<br /><b class="num">2)</b> (в философии стоиков), [[приемлемый]] (о вещах, которые не должны быть целью нашей деятельности, но не должны и отвергаться, если они даны) Plut. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ληπτός]], ή, όν verb. adj. of [[λαμβάνω]],]<br />to be apprehended, Plat., Anth. | |mdlsjtxt=[[ληπτός]], ή, όν verb. adj. of [[λαμβάνω]],]<br />to be apprehended, Plat., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 3 September 2022
English (LSJ)
ή, όν, (λαμβάνω) A to be apprehended, λόγῳ καὶ διανοίᾳ Pl.R.529d; τῷ λογισμῷ Max.Tyr.7.5; πρὸς αἴσθησιν Chryserm. ap. Gal.8.741. b later, to be apprehended by the senses, opp. νοητός, AP11.354.6 (Agath.). 2 in Stoic philos., acceptable, not to be refused if offered, Stoic.3.32, 34. II = ἐπίληπτος, Arist.Pr.896b6.
German (Pape)
[Seite 40] adj. verb. zu λαμβάνω, zu nehmen, zu bekommen, zu begreifen, Plat. Rep. VII, 529 d u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ληπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λαμβάνω (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ νοητός, Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· ὡσαύτως, λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μήτε νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε προηγμένα. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu’on peut prendre ou saisir, particul. par l’intelligence;
2 acceptable.
Étymologie: adj. verb. de λαμβάνω.
Greek Monolingual
ληπτός, -ή, -όν (AM)
αυτός τον οποίο μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, αντιληπτός («λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αντιληφθεί με τις αισθήσεις, αισθητός
2. αυτός που μπορεί κανείς να τον αποδεχθεί, αποδεκτός
3. συλληφθείς επ' αυτοφώρω
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ληπτά
(φιλοσ.) (στους Στωϊκούς) τα δεκτά πράγματα, δηλ. όσα δεν έπρεπε να αποτελούν σκοπό της ενέργειας του ανθρώπου, αλλά ούτε και να απορρίπτονται από τον άνθρωπο, όταν του προσφέρονταν.
επίρρ...
ληπτῶς (Μ)
με αποδεκτό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ- (ιων.-αττ. ληβ-) του λαμβάνω (πρβλ. λήψομαι, λήμμα)].
Greek Monotonic
ληπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του λαμβάνω, αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός δια των αισθήσεων, σε Πλάτ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ληπτός:
1) воспринимаемый, схватываемый, уловимый (λόγῳ καὶ διανοίᾳ Plat.);
2) (в философии стоиков), приемлемый (о вещах, которые не должны быть целью нашей деятельности, но не должны и отвергаться, если они даны) Plut.
Middle Liddell
ληπτός, ή, όν verb. adj. of λαμβάνω,]
to be apprehended, Plat., Anth.