γλάμων: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ωνος, ὁ<br />[[pitañoso]], [[legañoso]] epít. despect. de personajes ridiculizados en la comedia, Ar.<i>Ra</i>.588, <i>Ec</i>.254, Eup.9, Lys.14.25.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá rel. lituan. <i>glêmės</i> ‘[[mucosidad]]’, alb. <i>ngl’omë</i> ‘[[húmedo]]’.
|dgtxt=-ωνος, ὁ<br />[[pitañoso]], [[legañoso]] epít. despect. de personajes ridiculizados en la comedia, Ar.<i>Ra</i>.588, <i>Ec</i>.254, Eup.9, Lys.14.25.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá rel. lituan. <i>glêmės</i> ‘[[mucosidad]]’, alb. <i>ngl'omë</i> ‘[[húmedo]]’.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γλάμων]], -ον (Α)<br />ο [[γλαμυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γλάμων]] ([[καθώς]] και οι παράλληλοί του [[γλαμυρός]] και [[γλαμώδης]]) προήλθε από τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>γλάμος</i><br />[[μύξα]]», [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>ων</i> ([[πρβλ]]. [[στράβων]], [[τρήρων]] <b>κ.ά.</b>). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης ετυμολ. Συνδέονται ίσως με λιθ. <i>gl</i><i>ē</i><i>mės</i>, <i>gleimės</i> «[[βλέννα]], [[φλέμα]]», αγγλ. <i>clemmy</i> «[[κολλώδης]]», αλβ. <i>ngl’οme</i> «[[υγρός]]». Το λατ. <i>glamae</i> «[[τσίμπλα]]» [[είναι]] πιθ. [[δάνειο]] από την Ελληνική].
|mltxt=[[γλάμων]], -ον (Α)<br />ο [[γλαμυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γλάμων]] ([[καθώς]] και οι παράλληλοί του [[γλαμυρός]] και [[γλαμώδης]]) προήλθε από τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>γλάμος</i><br />[[μύξα]]», [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>ων</i> ([[πρβλ]]. [[στράβων]], [[τρήρων]] <b>κ.ά.</b>). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης ετυμολ. Συνδέονται ίσως με λιθ. <i>gl</i><i>ē</i><i>mės</i>, <i>gleimės</i> «[[βλέννα]], [[φλέμα]]», αγγλ. <i>clemmy</i> «[[κολλώδης]]», αλβ. <i>ngl'οme</i> «[[υγρός]]». Το λατ. <i>glamae</i> «[[τσίμπλα]]» [[είναι]] πιθ. [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:00, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλᾰ́μων Medium diacritics: γλάμων Low diacritics: γλάμων Capitals: ΓΛΑΜΩΝ
Transliteration A: glámōn Transliteration B: glamōn Transliteration C: glamon Beta Code: gla/mwn

English (LSJ)

[ᾰ], ον, = γλαμυρός (bleary-eyed, blear-eyed), Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.

Greek (Liddell-Scott)

γλάμων: -ον, = γλᾰμυρός, Ἀριστοφ. Βατρ. 588, Ἐκκλ. 254, Εὔπολ. Αἰξὶ 14, Λυσίας 142. 4.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
chassieux.
Étymologie: DELG t. pop. d'étym. incert.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ
pitañoso, legañoso epít. despect. de personajes ridiculizados en la comedia, Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.
• Etimología: Quizá rel. lituan. glêmėsmucosidad’, alb. ngl'omëhúmedo’.

Greek Monolingual

γλάμων, -ον (Α)
ο γλαμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός και γλαμώδης) προήλθε από τη γλώσσα του Ησύχ. «γλάμος
μύξα», κατά τα επίθετα σε -ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης ετυμολ. Συνδέονται ίσως με λιθ. glēmės, gleimės «βλέννα, φλέμα», αγγλ. clemmy «κολλώδης», αλβ. ngl'οme «υγρός». Το λατ. glamae «τσίμπλα» είναι πιθ. δάνειο από την Ελληνική].

Greek Monotonic

γλάμων: [ᾰ], -ον, ο «τσιμπλιάρης», σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γλάμων: ωνος (ᾰ) adj. с гноящимися глазами Arph., Lys.

Frisk Etymological English

-ωνος
Grammatical information: adj.
Meaning: blear-eyed (Com.)
Other forms: Same meaning γλαμυρός (Hp.). From γλάμος μύξα H. after -υρός (φλεγυρός, Chantr. 231). Denomin. γλαμάω (Poll.) = λημιάω (which LSJ does not give), γλάμυξος = γλαμυρός with γλαμυξιάω (EM), for γλα[μο]-μυξος? - γλημώδης = γλαμυρός (Gal.) after λημώδης?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. Very doubtful is the comparison with Lith. glẽmės, gléimės pl. slime (not here Eng. clammy be sticky); and Alb. ngĺomë humid, fresh (Pok. 361). The word may be Pre-Greek. - From Greek Lat. glamae = gramiae viscous humour that collects in the corners of the eyes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλάμων -ον met waterige ogen, met een wazige blik.

Middle Liddell

blear-eyed, Ar.

Frisk Etymology German

γλάμων: -ωνος (Kom., Lys.),
{glámōn}
Forms: γλαμυρός (Hp., H., EM)
Meaning: triefäugig.
Etymology: Von γλάμος· μύξα H. nach den Adj. auf -ων (στράβων usw., Chantraine Formation 161) bzw. -υρός (φλεγυρός usw., ebd. 231). Dazu das Denominativum γλαμάω (Poll., Moer.) und γλάμυξος = γλαμυρός mit γλαμυξιάω (EM), nach μύξα oder für γλα[μο]-μυξος. — Das langvokalische γλημώδης = γλαμυρός (Gal.) ist durch Kreuzung mit λημώδης entstanden. Nicht sicher gedeutet. An γλάμων usw. erinnern einige baltische und germanische Wörter, z. B. lit. glẽmės, gléimės pl. Schleim, engl. clammy klebrig, zäh; außerdem alb. ngl ́omë feucht, frisch (WP. 1, 617 m. Lit., Pok. 361). — Aus dem Griechischen stammt lat. glamae Augenbutter, s. W.-Hofmann s. grāmiae m. Lit.
Page 1,309-310